Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Αποτυπώματα Χρόνου


ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΧΡΟΝΟΥ 

Το όνομά μου είναι Ευμορφία και είμαι 74 ετών. Σ΄ αυτή την ηλικία έχω την πολυτέλεια ν’ ασχοληθώ με τον εαυτό μου ν’ αναπολήσω τα χρόνια που έζησα. Θα ήθελα να σας βεβαιώσω πως ότι γράφω είναι πραγματικά περιστατικά από την ζωή μου και για κάποιους νεότερους μπορεί να φαίνονται απίστευτα, μπορεί να φαίνονται και σαν παραμύθι. Θα αρχίσω με ένα μικρό ποίημα ενός άγνωστου ποιητή που δεν έκανε καμία έκδοση. 

Έτρεχα 

να βγω πρώτος 

στης μοναξιάς τον στίβο 


Και στον αγώνα τούτο 

Που έπρεπε να χάσω 


Νίκησα !! 


‘Αδμητος’ 


ΑΡΧΗ ΖΩΗΣ
Γεννήθηκα σ ’ένα χωριό κοντά στα Γιαννιτσά, σ’ ένα πέτρινο δίπατο σπίτι. Είμαι το έκτο παιδί της οικογένειας. Τρία αγόρια, τρία κορίτσια και μια μάνα ταλαιπωρημένη μιας και μεγάλωσε ορφανή. Όμως αυτή η μάνα ήταν πολύ άξια και δουλευταρού. Αν και γέννησε 15 χρονών κατάφερε να μεγαλώσει 6 παιδιά γερά, να τα στείλει σχολείο και να κάνουν τις δικές τους οικογένειες. 

Την άνοιξη του 1939 ήρθαν από το Σοχούμ της Ρωσίας, όπου είχαν εξοριστεί από τους Τούρκους, συγγενείς του πατέρα μου και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι μας με αποτέλεσμα η μάνα μου να πάθει υπερκόπωση και να νοσηλευτεί στο Γαλλικό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, στα Γιαννιτσά δεν υπήρχε νοσοκομείο τότε. Εγώ ήμουν κάτι μηνών και ήμουν αβάφτιστη. Τότε τα μωρά τα βαφτίζανε μέχρι σαράντα ημερών μην τυχόν αρρωστήσουν και πεθάνουν και δεν πάνε στον παράδεισο! Ώσπου να γυρίσει η μάνα στο σπίτι εγώ είχα παραμεγαλώσει, μ’ είχε αναλάβει η μεγάλη μου αδελφή, να’ ναι καλά εκεί στην Μελβούρνη της Αυστραλίας όπου βρίσκεται. 



Η μάνα μου ήταν η πρώτη νοικοκυρά στο χωριό με μεγάλο κλήρο και πέτρινο δίπατο σπίτι. Λοιπόν ζήτησε να με βαφτίσει μια γυναίκα που δεν την είχαν σε υπόληψη, γιατί είχε ένα 'σημαδεμένο', όπως έλεγαν, παιδί, τι μυαλά αλήθεια! Είπε στη μάνα μου «Μου είπαν πως είσαι περήφανη και δεν θα μου το δώσεις», η μάνα μου θύμωσε με το κουτσομπολιό και της είπε: "Θα στο δώσω όμως θα το βαφτίσεις Καλλιόπη το όνομα της μάνας που δεν γνώρισα γιατί πέθανε στην γέννα". Τότε η νονά πήγαινε το λάδι στην εκκλησία και ένα σεντονάκι, για να μην πάει ο νους σας στα σημερινά έξοδα. Η μάνα δε, έμενε στο σπίτι και έτρεχαν τα πιτσιρίκια να πουν το όνομα να πάρουν μπαξίσι. Όταν ο παπάς είπε το όνομα η νονά είπε «ΕΥΜΟΡΦΙΑ». Δικαιολόγησε την στάση της λέγοντας ότι «τέτοιο όμορφο μωρό δεν το βγάζω Καλλιόπη», κατά την γνώμη της δεν ήταν ωραίο. Οι κουμπάρες τα τσουγκρίσανε και εγώ έμεινα με το Ευμορφία χωρίς να δω ποτέ λαμπάδα ή δώρο. 




Κοντά στα εξήντα μου χρόνια βρέθηκα σε ομάδες Αυτογνωσίας που ασχολούνται με τον άνθρωπο πέρα από αυτό το φυσικό επίπεδο και συζητώντας αυτή την ιστορία για το όνομά μου που δεν είναι συνηθισμένο, η δασκάλα της Αυτογνωσίας μου είπε: «Άδικα τα χάλασαν οι κουμπάρες, εσύ το ίδιο όνομα πήρες αυτό ήθελε το Σύμπαν. Δηλαδή πως, ρώτησα. Σκέψου μου είπε: Καλλιόπη θα πει Καλή ‘Όψη, Ευμορφία θα πει Καλή Μορφή». Ήμουν τόσο απασχολημένη με την επιβίωση, είχα τόσες πολλές υποχρεώσεις που ούτε το όνομά μου δεν είχα χρόνο να φιλοσοφήσω. Αυτά για το Ευμορφία. 


ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Το 1944 άρχισε να χάνει τον πόλεμο ο Χίτλερ αλλά ήδη οι αντιστασιακοί είχαν ανέβει στα βουνά και άρχισε ο ένας Έλληνας να σκοτώνει τον άλλον. Δεν θ’ ασχοληθώ με τον εμφύλιο, πονάω και υποφέρω με αυτά που είδα και έμαθα μεγαλώνοντας. Όμως στα χωριά όλο και κάποιος σκοτωνόταν, όλο και κάποιο σπίτι καίγονταν, η μάνα μου αποφάσισε να πάρει τα τρία ανήλικα παιδιά της και με τον δεύτερο γιο να κατέβει στην πόλη, αυτό ήταν και το όνειρό της, μεγαλωμένη δίπλα στην θάλασσα στην Κερασούντα, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη να καίγεται μέσα στα χωράφια και ας ήταν και δικά της. 



Φόρτωσε λοιπόν το κάρο που το έσερναν δυο υπέροχα άλογα ρουχισμό, κατσαρολικά , στρώματα και παπλώματα μέσα στα οποία τύλιξε τα τρία ανήλικα παιδιά της, και φτάσαμε στην γέφυρα του Αξιού όπου υπήρχε γερμανική σκοπιά. Εκεί μας σταμάτησαν για έλεγχο. Πρέπει να ήταν Νοέμβριος γιατί άρχισε να χιονίζει. Ο πατέρας έφυγε να περάσει μέσα από τα χωράφια και το ποτάμι δεν ξέρω για ποιο λόγο ενώ ο δευτερότοκος γιος οδηγούσε το κάρο. Η μάνα μου αναστέναξε και είπε : ωχ, ωχ.. Ο Γερμανός της είπε "νιξ ωχ", είδε εμάς που τρέμαμε από το κρύο, είδε έναν ακίνδυνο νεαρό και μας άφησε να περάσουμε. Κρύωνα πάρα πολύ, όμως κάποια στιγμή σταματήσαμε σε ένα πανδοχείο με υπόστεγο για τα ζώα. Μπήκαμε μέσα σ’ ένα χώρο σχετικά ζεστό και ήπιαμε τσάι και φάγαμε ότι είχε πάρει η μάνα μου από το σπίτι. Το τσάι μας ζέστανε και ακόμα και σήμερα μπορώ να μυρίσω το άρωμά του. Δεν θυμάμαι αν κοιμηθήκαμε στο πανδοχείο ή συνεχίζαμε τον δρόμο μέχρι τον Εύοσμο που τότε ονομαζόταν Κουκλουτσά. 


ΕΥΟΣΜΟΣ
Πρέπει να μείναμε στον Εύοσμο μέχρι τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο γιατί θυμάμαι πως όταν βρεθήκαμε στην Θεσσαλονίκη ανάβαμε θερμάστρα. Στον Εύοσμο βρεθήκαμε σε ένα δωμάτιο και δίπλα υπήρχε ο στάβλος για τα άλογα. Να σκεφτείς πως κλειδώνεις ένα δίπατο σπίτι με ότι έχεις αποκτήσει από έπιπλα,ότι αφήνεις όλο τον αγροτικό εξοπλισμό στον αχυρώνα και να στριμωχτείς 6 άτομα σε ένα δωμάτιο έστω και για λίγο δεν είναι ότι καλύτερο για οποιονδήποτε. Όταν όμως φοβάσαι για την ζωή των δικών σου παίρνεις τα ρίσκα σου. 



Οι γονείς μου ήταν ξανθοί και ο πατέρας μου γαλανομάτης, εγώ ήμουν πολύ ξανθή με λεπτή επιδερμίδα και είχα πρόβλημα με τα κουνούπια που ήταν πολλά λόγω του στάβλου. Με τσίμπησαν όπου υπήρχε ακάλυπτο μέρος, πρόσωπο, χέρια, πόδια είχαν γίνει πληγές γιατί με φαγούριζαν και τα έξυνα μέχρι που μάτωναν, ήμουν ένα χάλι. Μικρό παιδάκι ήμουν έφτανα καμιά φορά και μέχρι την πλατεία, ο Εύοσμος τότε ήταν ένα χωριό έξω από την Δυτική Θεσσαλονίκη. Εκεί στην πλατεία ήταν ένας Γερμανός στρατιώτης, νέο παλικάρι, με κοίταξε με προσοχή και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Έσκυψε και κοίταξε τις πληγές μου και μου έκανε νόημα να περιμένω. Μπήκε στο σπίτι και βγήκε με μια χακί κουβέρτα και κάτι άλλο μου 'πιασε το χέρι και εγώ κατάλαβα πως ήθελε να τον πάω στην μάνα μου. Πήγαμε στο σπίτι, έδωσε την κουβέρτα στην μάνα μου και της έδειξε πώς να βάζει αλοιφή στις πληγές και μου έβαλε στο χέρι ένα χοντρό κομμάτι κουβερτούρας. Ήταν η πρώτη σοκολάτα που έφαγα και μου την έδωσε ένας Γερμανός ενώ την ίδια στιγμή κάποιος άλλος Γερμανός πυροβολούσε έναν Έλληνα. Αυτά έχει ο πόλεμος. 



ΦΑΛΗΡΟ
Από το Κουκλατσά βρεθήκαμε στο Φάληρο. Μία Τρίπατη κατοικία, αυτή που φαίνεται στη βασική φωτογραφία του blog, με μαγαζιά και το περίφημο χορευτικό κέντρο 'Φάληρο', όπου πρωτοακούστηκε το Rock and Roll στη Θεσσαλονίκη.Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου πήγαν στην αστυνομία και πήραν το χαρτί του ενοικιοστασίου. Τότε όπου υπήρχε άδειο σπίτι, αφού είχαν φύγει οι Γερμανοί που τα είχαν επιτάξει, μπορούσαν οι πολίτες να μπουν και να στεγαστούν. 


Πολύ δύσκολοι καιροί, θυμάμαι όλοι οι άνθρωποι ήταν αδύνατοι από τις στερήσεις. Το σπίτι αυτό καθαυτό δεν εντυπωσίαζε ανθρώπους που ήδη ζούσαν σε μεγάλο σπίτι. Όμως εδώ υπήρχαν μεγάλα παράθυρα με παντζούρια που πρώτη φορά έβλεπα, το κυριότερο υπήρχε τρεχούμενο νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, με ταβάνια με ανάγλυφα γύψινα και προ πάντων οργανωμένη κουζίνα με ντουλάπια πάνω-κάτω με φουφούδες με κάρβουνο (σήμερα «μπάρμπεκιου» ελληνιστί), με καζάνι χτισμένο με βρύση που έτρεχε από πάνω να γεμίσει και ζεσταίνονταν από το άνοιγμα που είχε χαμηλά.. Συζητάμε για μεγάλη πολυτέλεια σύμφωνα με την ζωή στο χωριό, και προπάντων τουαλέτα με καταρράκτη, που τραβούσες την αλυσίδα και έτρεχε νερό (καζανάκι ) και πόρτα που κλείδωνε. Τα δωμάτια είχαν μουσαμά και σφουγγαρίζονταν εύκολα, τα μπαλκόνια, η κουζίνα, οι ταράτσες όλα πλακοστρωμένα με μωσαϊκό καθώς και οι σκάλες. Το μόνο μειονέκτημα πως στην κουζίνα και τον καμπινέ υπήρχε συγκατοίκηση με μια άλλη οικογένεια αποτελούμενη από ένα ανδρόγυνο και την μητέρα της γυναίκας την οποία εγώ έχρισα "γιαγιά" μια που δεν είχα ούτε γιαγιά ούτε παππού. Το σπίτι καθαρίστηκε, κουβαλήθηκαν και άλλα πράγματα από το χωριό μια και υπήρχε το κάρο, και τα άλογα σταβλιστήκαν στο χώρο που υπήρχε για αποθήκη στο ισόγειο. 


Μετά λίγο καιρό φαίνεται τα άλογα πουλήθηκαν γιατί βρέθηκε ο πατέρας με ένα χειροκίνητο καρότσι. Να πω την αλήθεια δεν θυμάμαι αν είχε δύο ή τρεις ρόδες. Μ’ αυτό έκαναν ο πατέρας μου και ο γιος μεταφορές. Πολύς κόσμος έφευγε από τα χωριά και κατέβαινε στην πόλη. Πέρασε ο χειμώνας που ήταν δύσκολος, εκείνα τα χρόνια έπεφτε πολύ χιόνι, σε ένα δωμάτιο έκαιγε η ξυλόσομπα και έμενες με το φανελάκι αλλά για να πας στο άλλο δωμάτιο έβαζες παλτό.! Τέτοια ωραία! Όμως το καλοκαίρι καταχάρηκα την απλωσιά της ταράτσας την υπολογίζω γύρω στα 200 τετραγωνικά μέτρα. Χάρηκα την θάλασσα που πρώτη φορά ερχόμουν σε επαφή, έγλειφε την αυλή του σπιτιού μου πριν από την επιχωμάτωση, έκανα ντεμέκ μπάνιο με το βρακάκι, δεν ξέραμε τι θα πει μαγιό και αγορά, δεν βαριέσαι ήταν πολύ όμορφα και χωρίς πολυτέλεια. Έβλεπα από το μπαλκόνι τα πλοία που μετέφεραν εμπορεύματα και όχι λίγες φορές έβλεπα μεγάλα ψάρια να πηδούν έξω από το νερό. Το βράδυ δε όταν το φεγγάρι ήταν ολόγιομο έριχνε μια ασημένια γραμμή σαν να ήταν δρόμος και σκεπτόμουν πως αν μπορούσα να τον περπατούσα θα έφθανα το Θεό, που τον φανταζόμουν σαν καθαρό λευκό φως. 



Λίγο οι μεταφορές που έκανε ο πατέρας και λίγο το μεροκάματο του δεύτερου του γιου που δούλευε μέχρι να πάει φαντάρος σαν βοηθός μάγειρα στο Αγγλικό Προξενείο που στεγάζονταν στην παλιά παραλία στο Μέγαρο Κονιόρδου, αντιμετωπίζονταν η καθημερινότητα. Η μάνα μου έμαθε για τη διανομή τροφίμων (ψωμί, ζάχαρη, ρύζι) από την εκκλησία. Όλα αυτά τα φύλαγε σε πάνινα σακουλάκια για να αερίζονται και να συντηρούνται. Το ίδιο κάνω και εγώ σήμερα. 



ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Έμαθα να γράφω και να διαβάζω πριν πάω σχολείο σε μια μαύρη πλάκα σε ξύλινο πλαίσιο με ένα κονδύλι. Έμενα έκθαμβη μπροστά στις εικόνες του Δημοτικού της Α’. Τα πήγα πολύ καλά όπως και στην συνέχεια. Διάβαζα ό,τι χαρτί ήταν τυπωμένο, ένα παλιό βιβλίο των αδελφών μου που λεγόταν "Άπασα ύλη" που ήταν φθαρμένο, περιοδικά και θησαυρό, ρομάντζο, ότι έβρισκα μπροστά μου. Το πρωί μας υποχρέωνε η μάνα μου να πλυθούμε με το παγωμένο νερό, έτσι ήταν, και το αποτέλεσμα ήταν τα παιδιά της δεν είχαν ποτέ τσίμπλες και μύξες. Το πρωί πίναμε ένα κουτάλι της σούπας μουρουνέλαιο και μετά γλύφαμε ένα λεμόνι γιατί είχε απαίσια μυρουδιά και γεύση και μετά ένα φλυτζάνι τσάι από το "σαμοβάρ" με λίγες ελιές και σπάνια και λίγο τυρί, ίσως χαλβά και θρεψίνη που γινόταν από σταφίδες. 



Οι γονείς μου ήταν νοικοκυραίοι, μόλις πουλούσαν την σοδειά τους (είπαμε το σπίτι και τα χωράφια τα κρατήσαμε στο χωριό, τα δούλευε ο πατέρας μου με ξένα υποζύγια). Αγοράζανε λοιπόν χονδρική οκάδες σαπούνι, λάδι και αλάτι. Το αλεύρι ερχόταν και αυτό σε τσουβάλια από το χωριό. Αργότερα όταν λειτούργησε η αγορά και έλειψαν οι μαυραγορίτες προμηθεύονταν από την αγορά και την ζάχαρη και το ρύζι και θυμάμαι κάτι κασονάκια από ξύλο που είχαν σταφίδα κοκκινόξανθη με κουκούτσια. Τα κασονάκια αυτά όταν άδειαζαν τα χρησιμοποιούσαμε για να καθόμαστε γύρω από ένα ξύλινο χαμηλό τραπέζι. Εκείνη την εποχή η μάνα έφτιαχνε τραχανά και μακαρόνια, δηλαδή χυλοπίτες που το κόψιμό τους ήταν δουλειά του πατέρα. Ακόμα μου έρχονται εικόνες από άσπρα σεντόνια απλωμένα στο κρεβάτι στα ντιβάνια και πάνω τα φύλλα να ξεραθούν για να γίνει το κόψιμο. Εγώ όμως ζήλευα αυτούς που έτρωγαν τα μακαρόνια, με τρύπα δηλαδή τα αγοραστά. 


Δεν θυμάμαι πως ήταν η ζωή στο χωριό, τα απώθησα, πάντως το 1951 ξαναγυρίσαμε σ’αυτό. Στην πόλη αποκτήσαμε άλλο πρόβλημα μιας και αποκαταστάθηκαν οι συγκοινωνίες, συγγενείς και συγχωριανοί θεωρούσαν το σπίτι μας ξενοδοχείο και ρεστοράν. Ερχόντουσαν είτε για να πάνε φαντάροι μα προ πάντων όταν αρρώσταιναν να τους πάμε στο νοσοκομείο, να τους γιατροπορέψουμε για να φύγουν. Μια ζωή η μάνα μου μας έστρωνε καταγής να κοιμηθούμε για να βολέψει τους ακάλεστους φιλοξενούμενους. Όμως μας κουβάλησαν ψείρες, ψίλους έως και ψώρα και για να μας θεραπεύσει το φαρμακείο της έδωσε ένα κίτρινο υγρό με το οποίο μας άλειφε. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι, μας έλουζε με νερό που ζεσταίνονταν στον ήλιο με τενεκεδένιους κουβάδες (ηλιακός) και μετά μας άλειφε με αυτό το πολύ κίτρινο υγρό, και για να μην λεκιάζονται τα σεντόνια που τότε ήταν μόνο λευκά, έβαψε δύο σεντόνια κίτρινα μέσα στο καζάνι (η πενία τέχνας κατεργάζεται). Το χειρότερο ήταν με έναν ανιψιό της μάνας που ήρθε με καλπάζουσα φυματίωση (τότε θέριζε η φυματίωση αφού οι άνθρωποι υποσιτίζονταν). Η μάνα μου θες από άγνοια, θες επειδή ήταν πολύ άρρωστος τον έβαλε να κοιμηθεί δίπλα στην σόμπα και στο ίδιο δωμάτιο κοιμόμουν εγώ και η αδελφή μου. Όλη την νύχτα έκανε αιμόπτυση σε κάτι κουτιά από κονσέρβα μεγάλη νομίζω πως ήταν από μαργαρίνη. Το πρωί στο νοσοκομείο ο γιατρός είπε πως είχε λίγο χρόνο ζωής, όμως αυτός πέθανε και εγώ άρπαξα μια αδενοπάθεια για την οποία θα μιλήσω παρακάτω. 



ΘΕΑΓΕΝΕΙΟ
Το Θεαγένειο πριν γίνει Αντικαρκινικό ήταν Γενικό Νοσοκομείο. Τότε δεν υπήρχαν ειδικά νοσοκομεία παιδιών. Ο γιατρός μόνο που δεν την έδειρε την μάνα μου που άφησε δύο μικρά παιδιά δίπλα σε έναν που έκανε αιμόπτυση. Η αδελφή μου ήταν τυχερή, ίσως η θέση μου ήταν πιο κοντά στον άρρωστο, όμως μετά από ακτινοσκόπηση που περάσαμε όλη η οικογένεια (τότε δεν υπήρχαν ακτινογραφίες) εγώ βρέθηκα στο Θεαγένειο για θεραπεία. Νομίζω πως έμεινα για ένα μήνα ίσως και περισσότερο. Μου έκαναν ενέσεις ή μου έδιναν χάπια, δεν θυμάμαι. Μιλούσαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες για δέκατα, έβλεπα στα πόδια του κρεβατιού έναν πίνακα με κάτι γραμμές σαν το νι που ανεβοκατέβαιναν. Τα χεράκια μου ήταν ζεστά και σκεπτόμουν πως αν τα κρύωνα κρατώντας τα σιδερένια κάγκελα του κρεβατιού θα κατέβαινε ο πυρετός και θα γυρνούσα σπίτι. Τότε το επισκεπτήριο ήταν κάθε Κυριακή, ερχόταν οι γονείς μου, με κουλουράκια που τα έφτιαχνε πολύ πετυχημένα η μάνα μου, όμως εγώ ήμουν τόσο ανόρεκτο και αδύνατο παιδί που το μόνο που ήθελα ήταν να με κρατήσει στην αγκαλιά της. Όταν έφευγε έκλαιγα με μαύρο δάκρυ και περίμενα την επόμενη Κυριακή. Με αυτά και με κείνα αποθεραπεύτηκα, ήρθε να με πάρει η μάνα μου, θυμάμαι έκανε πολύ ζέστη μου έριξε την μαντίλα που φορούσε στο κεφάλι σαν πέπλο, πήρε το χέρι μου και μου έδωσε ένα στρογγυλό κουλούρι που πάντα το λαχταρούσα, όμως αυτή την φορά ούτε που το ακούμπησα. 



ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
Μεγάλωνα, τα δύο αδέλφια μου ήταν ο ένας χωροφύλακας και ο άλλος στρατιώτης και ο άντρας της αδελφής μου επίσης, όλοι τους στην Δυτική Μακεδονία. Εκείνα τα χρόνια άσπρισαν τα μαλλιά των γονιών μου. Ο πατέρας μου σαν πολύτεκνος και έχοντας δύο παιδιά στο στρατό κατάφερε να πάρει άδεια για να πουλάει ξηρούς καρπούς έξω από το σινεμά ΠΑΤΕ, το σημερινό ΡΑΔΙΟ ΣΙΤΥ. Έτσι το καροτσάκι το χειροκίνητο έγινε κινούμενο μαγαζί με ξηρούς καρπούς που ζεσταίνονταν από κάτω με κάτι συρταράκια που έκαιγαν πριονίδι που ανέδιδε μια ιδιαίτερη μυρωδιά. Επίσης είχε μόνιμα μια φωτιστική λάμπα ασετιλίνης γιατί τότε η πόλη δεν φωτίζονταν. Εν τω μεταξύ η πολύ μεγάλη αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού μετατράπηκε σε θερινό σινεμά, η δε πελώρια οθόνη χτίστηκε ακριβώς εκεί που χτυπάει το κύμα και έτσι από το πίσω μπαλκόνι και την ταράτσα βλέπαμε σινεμά σαν να ήμασταν στον εξώστη. Αυτό το σινεμά ήταν εκτός από διασκέδαση και ένα σχολείο από τα μεγαλύτερα. Μία ώρα πριν άκουγα τραγούδια μόνο ελληνικά, άρχιζε με επίκαιρα οπότε μάθαινα τι γινόταν στον κόσμο, μετά είχε κινούμενα σχέδια και τέλος το έργο που άλλαζε κάθε βδομάδα. Τραγωδίες, κωμωδίες, ερωτικά, περιπέτειες, εγώ από όλα αυτά έπαιρνα όσα νόμιζα πως με ωφελούσαν. Εκεί που έπεσα έξω ήταν τα έργα τα αμερικάνικα με τους Ινδιάνους και το αμερικανικό στρατό. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως οι εγκληματίες ήταν οι Αμερικανοί και οι Ινδιάνοι ήταν τα θύματα. Αυτό χρειαζόταν μια σοφία που την απέκτησα με τον καιρό και τις εμπειρίες της ζωής μου. 





UNTRA Βοήθεια HΠΑ
Όσο τα μεγάλα αγόρια ήταν στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που αδελφός σκότωνε αδελφό, ο πατέρας εγκατέλειψε τα χωράφια που τα δούλευαν συγγενείς και μας πετούσαν μερικά ψίχουλα. Εκείνα τα χρόνια άρχισαν στο Δημοτικό σχολείο να μας μοιράζουν ένα σταφιδόψωμο και γάλα που μοσχομύριζε όλο το σχολείο κακάο γιατί φτιάχνονταν σε μια αίθουσα του Α΄ πατώματος. Ήταν σκόνη γάλα με πολύ κακάο και πολύ ζάχαρη και έπρεπε εμείς οι μαθητές να έχουμε το ατομικό μας κύπελλο. Συνήθως ήταν από αλουμίνιο με ένα χερούλι που το κρέμαγα έξω από την πάνινη τσάντα που την έραβε η μάνα. Τότε για τους φτωχούς τα υφάσματα που ήταν προσιτά ήταν ο αλατσάς, χασές και δίμητο (κάτι σαν μπλουτζην) σε άσπρο, μαύρο, γκρί ίσως και μπεζ. Είχα μια τσάντα σαν φάκελο με καπάκι από γκρι δίμητο που έκλεινε με δύο λουρίδες μια στο καπάκι και μια στο κυρίως σώμα της σάκας, εκεί κρεμούσα το κύπελλο και έδενα. 


Σκεφτείτε πόσα χρήματα ξοδεύουν σήμερα οι γονείς για σχολικά είδη, για τσάντα να είναι φίρμα και σβηστήρα με αρώματα και δεν συμμαζεύεται. Εγώ ήμουν πολύ ευχαριστημένη με το μολύβι FABER που μου το έξυνε ο πατέρας με ένα μαχαίρι, δεν είχα ξύστρα, όμως τα βρήκα σκούρα όταν στις τελευταίες τάξεις έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε κονδυλοφόρο με πένα μονή ή διπλή και μελάνι που ήταν σε ένα μικρό τετράγωνο χαμηλό μπουκάλι που έκλεινε με φελλό. Έτρεμε η ψυχούλα μου μη τυχόν και χυθεί μια σταγόνα και κάνω μουντζούρα, υπήρχε βέβαια πάντα το στυπόχαρτο για να απορροφήσει το περιττό μελάνι. Δεν βαριέσαι, ήμουν ευχαριστημένη με όσα είχα και ήταν λίγα, το ίδιο είμαι και σήμερα. 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΚΕΙΝΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
Το χειμώνα στο δρόμο έψηνε κάστανα ο καστανάς σε μια ειδική φουφού με κάρβουνα. Ο παγωτατζής της γειτονιάς έχει εκλείψει όπως δυστυχώς ο φωτογράφος που ήταν γραφική φιγούρα κουβαλώντας φωτογραφική μηχανή και εμφανιστήριο και σου έδινε την φωτογραφία εκείνη την ώρα που την τραβούσε. Έστηνε την μηχανή πάνω σε ένα τρίποδα, σε έστηνε και σένα και έβαζε το κεφάλι του μέσα σε ένα μαύρο πανί, έβλεπε ότι έβλεπε και έβγαζε το καπάκι από τον φακό και δεν ξέρω τι άλλο έκανε. Οι φωτογραφίες στις ταυτότητες τις παλιές και στα πάσα ήταν από αυτούς τους φωτογράφους. 



Το καλοκαίρι τα σκήπτρα τα κρατούσε ο παγωτατζής. Πρωτοέφαγα παγωτό στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού όμως η σκηνή του περιπλανώμενου παγωτατζή μένει ανεξίτηλη στην μνήμη μου. Φορούσε ένα λευκό υφασμάτινο χωρίς φόδρα σακάκι και λευκό καπέλο. Ερχόταν με ένα ποδήλατο πρέπει να είχε τρεις ρόδες, αλλιώς που θα στηρίζονταν ένα ξύλινο τετράγωνο κασόνι, συνήθως βαμμένο γαλάζιο. Μέσα υπήρχε ένα δοχείο μεταλλικό με θρυμματισμένο πάγο ένα άλλο δοχείο γεμάτο με παγωτό. Αν θυμάμαι καλά είχε μια τέντα όλα λευκά. Το παγωτό είχε καπάκι και γύρω στην επιφάνεια ήταν αραδιασμένα κουτιά χωνάκια που τρώγονταν σαν τα σημερινά αλλά πολύ μικρότερα, μην πάει ο νους σας σε πυραύλους και σάντουιτς παγωτά, τότε όλα ήταν λίγο μίζερα. Υπήρχε και το κασάτο παγωτό που προτιμούσα εγώ, γιατί με τρέλαινε η διαδικασία. Είχε ο παγωτατζής ένα εργαλείο (σε σχήμα έμοιαζε με την ξυριστική μηχανή των πατεράδων μας με ξυράφι Gillette, μόνο που αυτό είχε βάθος και το χερούλι ήταν χοντρότερο). 'Εβαζε, ενώ εσύ λιγουρευόσουν το παγωτό, ένα παραλληλόγραμμο σαν το υλικό από το χωνάκι, έπαιρνε κοφτό κουταλάκι παγωτό από το δοχείο και το έστρωνε πάνω του, τοποθετούσε από πάνω το δεύτερο παραλληλόγραμμο και το έφερνε έξω στην επιφάνεια κουνώντας ένα έμβολο. Τελικά πιο πολύ ήταν η ευχαρίστηση να βλέπεις όλη αυτή την διαδικασία από το να φας το λίγο παγωτό. 


Τότε τα παιδιά δεν είχαμε ούτε τα πολλά ρούχα που έχουν σήμερα (μήπως είχαν οι μεγάλοι) ενώ σήμερα οι άνθρωποι έχουν πολλά, μα θέλουν περισσότερα, βγάζουν 100 και ξοδεύουν 200 και καταλήξαμε έτσι όπως είμαστε σήμερα. Το αφήνω προς το παρόν, συγνώμη παρασύρθηκα. Τα παιδιά δεν είχαν παιχνίδια εκτός από εξαιρέσεις που κάποιο μπορεί να είχε ένα τόπι ή μια κούκλα. Όμως παίζαμε πολύ όλα τα παιδιά στις γειτονιές, στις πλατείες, οι περισσότεροι δρόμοι χωμάτινοι. Παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ θες κρυφτό, κυνηγητό, κλεφτόκοντο, ζητούμε πόλεμο-θέλουμε ειρήνη, πινακωτή, ακόμα και σχολείο διακωμωδώντας τους δασκάλους μας. Να μην ξεχάσω το κουτσό, προς απελπισία των γονιών (χαλούσαν τα παπούτσια), τσιλίκι-τσομάκα και πηδούσαμε σχοινάκι αν κάποιος το έφερνε και όταν μπαίναμε όλοι μαζί φωνάζαμε, κασάτο παγωτό, λυπούμαι δεν θυμάμαι το τραγούδι. 


ΠΑΓΩΤΟ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗ
Μεγάλωσα στο Φάληρο, αν και γεννήθηκα στο χωριό νιώθω 100% ότι είμαι παιδί της πόλης, δεν έχω αναμνήσεις παρά μόνο από τα τρία καλοκαίρια που αναγκάστηκα να τα περάσω εκεί, μια και γύρισαν οι γονείς μου για να περισώσουν την περιουσία τους αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου και έχασε την άδεια ο πατέρας μου, την έδωσαν σε μια χήρα πολέμου. Θα μιλήσω αργότερα γι αυτά τα τρία καλοκαίρια. Απέναντι από το σπίτι μας ήταν το σινεμά ΠΑΤΕ (ΡΑΔΙΟ ΣΙΤΙ) και δίπλα υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο γωνιακό (Παρασκευοπούλου και Βασιλλίσης Όλγας). Δεν ξέρω αν υπήρχαν βιοτεχνίες που έφτιαχναν πάστες, διάφορα άλλα γλυκά και παγωτό, όμως αυτός ο ζαχαροπλάστης έφτιαχνε μόνος του τις πάστες και ό,τι πουλούσε και μοσχομύριζε ο τόπος όταν περνούσες από έξω. 



Λοιπόν το καλοκαίρι νωρίς το απόγευμα έφτιαχνε το παγωτό στο πεζοδρόμιο. Μαζευόμασταν όλοι η πιτσικαρία και τον χαζεύαμε ενώ ξέραμε πως στο τέλος της διαδικασίας θα υπήρχε ένα φρέσκο παγωτό από το οποίο εγώ δεν θα έτρωγα αλλά δεν είχε καμιά σημασία. Λοιπόν έβγαινε στο πεζοδρόμιο με ένα μεταλλικό δοχείο και μέσα σε αυτό ένα μικρότερο, είδος μίξερ χειροκίνητο. Στο διαχωριστικό έβαζε θρυμματισμένο πάγο (υπήρχε εργοστάσιο πάγου έξω από την Θεσσαλονίκη, όνομα δεν θυμάμαι). Λοιπόν έριχνε γάλα από ένα κιούμι, μπόλικη ζάχαρη και ίσως σκόνη γάλα και γυρνούσε το μίξερ με το χέρι μπορεί και μια ώρα, γιατί μουδιάζανε τα ποδαράκια μου όπως καθόμασταν 'ανακούρκουδα'. Κατά καιρούς έλεγχε και το παγωτό και τον πάγο και πρόσθετε αν χρειαζόταν. Σκεφτόμουν τι γερά χέρια είχε για να αντέξει να το γυρίζει αυτό τόση ώρα, ήταν όμως γεροδεμένος και λίγο χοντρούλης εν συγκρίσει με τον πατέρα μου που ήταν ψιλόλιγνος. Υπήρχαν μπροστά από το ζαχαροπλαστείο μικρά στρογγυλά τραπεζάκια με άβολες καρέκλες, να φεύγουν γρήγορα οι πελάτες, το παγωτό σερβίρονταν σε κολωνάτα ποτήρια με κρύο παγωμένο νερό που το απολάμβαναν καλοζωισμένοι άνθρωποι, κυρίες και κύριοι. Τον φτωχό δεν τον έπαιρνε να καθίσει στο ζαχαροπλαστείο. Βολευότανε με ρυζόγαλο ή καμιά σπιτική ρυζόπιτα. 



ΣΩΤΗΡΙΑ 
Τα χρόνια ήταν δύσκολα, εμείς όμως δεν θυμάμαι να φάγαμε μόνοι μας. Πάντα κάποιος ξένος ή συγγενής θα ήταν στο τραπέζι. Η εξώπορτά μας δεν κλείδωνε ποτέ. Απλώς την κλείναμε, ήταν όμως με χερούλι μέσα έξω κι έτσι οποιοσδήποτε μπορούσε να ανοίξει και να μπει. Δεν θυμάμαι χρονολογία αλλά όπως έγραψα τότε είχαμε πολύ βαριούς χειμώνες. Ο πατέρας κάθε καλοκαίρι όταν έδινε την σοδειά έπαιρνε τα ξύλα του χειμώνα, όμως εκείνη την χρονιά μέσα Μαρτίου τελείωσαν, χρήματα να προμηθευτούμε άλλα δεν υπήρχαν, η μάνα μου επιστράτευσε το μαγκάλι και ανάβαμε κάρβουνα. Έβαζε μερικά δαδιά και από πάνω τα κάρβουνα που έπρεπε να κοκκινίσουν καλά για να βάλουμε το μαγκάλι μέσα στο δωμάτιο. Ο πατέρας έλειπε στο χωριό, νομίζω πως είχε σπείρει, πήγε να δει την κατάσταση και ένας συγχωριανός δεν ξέρω για πιο λόγο θα ερχόταν στην Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας τού είπε να έρθει να κοιμηθεί στο σπίτι. 


Μια νύχτα του Μαρτίου πολύ κρύο, ανάψαμε το μαγκάλι, νύχτωνε ακόμα νωρίς, πέσαμε για ύπνο σκεπασμένοι με το πάπλωμα, όμως τα κάρβουνα δεν είχαν κοκκινίσει τελείως και εμείς αναπνεύσαμε το μονοξείδιο του άνθρακα. Μας έσωσε ο επισκέπτης που βρήκε ανοιχτή την πόρτα. Μόλις μπήκε στο διαμέρισμα κατάλαβε τι είχε συμβεί, έβγαλε το μαγκάλι στην ταράτσα και άνοιξε διάπλατα παράθυρα και μπαλκονόπορτες. Ξύπνησα από τον κρύο αέρα που μπήκε και βέβαια δεν νομίζω να κατάλαβα τότε ότι σωθήκαμε από βέβαιο θάνατο, όμως όταν κάποια χρόνια αργότερα που μου το διηγήθηκε η μάνα μου, σκέφτηκα «είδες τι κάνει μια πόρτα ανοιχτή!» Κι όταν άνοιξα το δικό μου σπίτι στα ίδια χνάρια περπάτησα, μέχρι που άφηνα το κλειδί κάτω από το πατάκι, ώστε αν έρθει οποιοσδήποτε να μπει στο σπίτι, να μην περιμένει έξω. Τέτοια ωραία έκανα και εγώ. Τώρα όμως δεν με παίρνει να τα κάνω αυτά. 


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Λοιπόν η γενιά των γονιών μου ήταν της οικονομίας. Κι οι ίδιοι και τα παιδιά είχαν δύο αλλαξιές, έπλεναν την μια φορούσαν την άλλη. Με τόση ανέχεια αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν να αγοράσουν ένα οικόπεδο δυτικά της πόλης ενώ έμεναν ανατολικά, ίσως να ήταν φθηνότερα. Πούλησαν αυτό το οικόπεδο για να γυρίσουν στο χωριό και έπρεπε να έχουν ένα υποζύγιο που στην περίπτωση ήταν ένα μεγαλόσωμο μουλάρι, ένα κάρο και όλα τα σύνεργα για την καλλιέργεια της γης, γιατί αυτά που υπήρχαν τα έκλεψαν διάφοροι. Δεν υπολόγισαν την αντίδραση του δεκαοχτάχρονου γιου και της δεκαπεντάχρονης κόρης που ζώντας 7 χρόνια στην πόλη αρνήθηκαν να πάνε στο χωριό. Τους πήραν όμως με το ζόρι. Πρέπει να ήταν Μάιος 1950, ο μεγάλος γιος της οικογένειας αρραβωνιάστηκε και ο δεύτερος ήταν στην Αθήνα στην Πυροσβεστική σχολή. Εγώ τελείωνα το Δημοτικό με άφησαν να τελειώσω την χρονιά, ένα παιδί 12 χρόνων υπό την επίβλεψη της γιαγιάς Ζωής και ξαναγύρισαν στο χωριό. Εγώ θα πήγαινα όταν έκλειναν τα σχολεία 29 Ιουνίου, και θα κρατούσαμε το διαμέρισμα μια και ο αδελφός θα ήταν δημόσιος υπάλληλος. 


Ήμουν τυχερή αλλιώς θα με ήθελαν και μένα στο χωριό. Λοιπόν ξυπνούσα μόνη μου και πήγαινα στο Δημοτικό στην Παρασκευοπούλου που εκείνη την χρονιά είχε γίνει το 3ο Πρότυπο της Ακαδημίας. Το μεσημέρι έτρωγα ψωμάκι με ελιές ή με χαλβά που έπαιρνα από τον μπακάλη με τεφτέρι που θα πλήρωναν αργότερα, τότε οι περισσότεροι έτσι ζούσαν πλήρωναν τα βερεσέδια όταν είχαν. Το βράδυ συνήθως κοιμόμουν νηστική, γιατί δεν ήξερα να μαγειρεύω ενώ όλες τις άλλες δουλειές τις έκανα. Η γιαγιά Ζωή όταν έφτιαχνε κρέμα μου έδινε ένα κουπάκι με μπόλικη κανέλα, που για μένα ήταν πολυτέλεια. Τέλος όταν έκλεισαν τα σχολεία έφυγα για το χωριό παίρνοντας χρήματα από τον Οδυσσέα που είχε το ψιλικατζίδικο κάτω από το σπίτι και θα γυρνούσα τον Σεπτέμβριο να δώσω εξετάσεις για το Γυμνάσιο. 


ΠΡΩΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Η ζωή στο χωριό ήταν πολύ δύσκολη. Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, πίναμε νερό από το πηγάδι, που μπορεί να φαίνεται στις ταινίες και τις φωτογραφίες γραφικό αλλά είναι δύσκολο και θέλει μπράτσα για να ανεβάσεις ένα μεγάλο κουβά από πολύ μεγάλο βάθος. Δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, ανάβαμε λάμπες πετρελαίου, μου έχει μείνει μια και την έχω ακόμη, και φανάρια για να κοιτάξουν τα ζώα πριν κοιμηθούν. Οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν όλοι αδύνατοι και αρρώσταιναν συχνά από την καλοπέραση. Λοιπόν τα χωράφια είχαν σοδειά το είχε φροντίσει ο πατέρας ενώ ήμασταν στην πόλη, όμως η αγελάδα δεν είχε γάλα, δεν είχε γεννήσει, τα κοτόπουλα που αγόρασε η μάνα ήταν μικρά και δεν υπήρχαν αυγά. Υπήρχε όμως χρόνος για παιχνίδι και για διάβασμα (είχα μπροστά μου κατατακτήριες για το Γυμνάσιο τον Σεπτέμβριο). 



Με τις πλατίτσες των 12 χρόνων μου κουβαλούσα νερό που το αποθηκεύαμε στο χωλ σε ένα stand από ξύλο και το νερό περίεργα ήταν δροσερό. Το διατηρούσαμε σε δύο στάμνες και δύο τενεκεδοκουβάδες. Όμως το οικόπεδο μεγάλο με κρεμμύδια, σκόρδα, μαύρα λάχανα, 2-3 μουριές, 2 συκιές (τόσο γλυκά νόστιμα σύκα δεν έχω ξαναφάει) και μια καϊσιά με κουκούτσι μύγδαλο. Χόρτασα φρούτα και μάζευα και έσπαζα και κουκούτσια και να λοιπόν που δεν μου έλειπαν οι ξηροί καρποί που στην πόλη τους είχα αφού τους πουλούσε η οικογένεια. Μια φορά την εβδομάδα φορτώνονταν στο κάρο δύο βαρέλια σιδερένια καθαρά (υπήρχαν άλλα δύο στην αυλή άδεια). Ζεύαμε τον Μάρκο και ακριβώς έξω από το χωριό έτρεχε ένα ποταμάκι που ενώνονταν κάπου με τον Λουδία. Το νερό πεντακάθαρο (τότε οι άνθρωποι δεν πετούσαν τίποτε,όλα ήταν ανακυκλώσιμα, δεν υπήρχαν σκουπίδια) μόνο χώμα, πολύ χώμα που με ενοχλούσε όταν λερώνονταν τα πόδια μου με τα τσόκαρα που φορούσα, να δεις τα λέγανε ναλίνια, ένα πέλμα ξύλινο με ένα λουρί από γουρουνόδερμα που κάθε τόσο κάρφωνε ο πατέρας, όμως ξυπόλητη δεν περπάτησα, ούτε και τώρα το μπορώ. Γεμίζαμε λοιπόν τα βαρέλια, τα σκέπαζαν με μουσαμάδες, τα έδεναν με σκοινιά στα πλαϊνά συλάρια, και ο λόγος ήταν γιατί ο δρόμος είχε λακκούβες, πέτρες και το νερό θα χυνόταν και ίσως κάποιος χτυπούσε αν έγερνε το βαρέλι. 


Αυτό το νερό ήταν για να πλύνουμε τα ρούχα χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο καζάνι στερεωμένο πάνω σε δύο μεγάλες πέτρες και επίσης για την δική μας καθαριότητα. Οπωσδήποτε το πλύσιμο γινόταν κάθε βδομάδα μέσα στο χωλ από όπου άρχιζε η ξύλινη σκάλα. Και πριν κοιμηθούμε ήταν υποχρεωτικό να πλύνουμε τα χέρια, πρόσωπο και πόδια για να ανεβούμε στο πάνω πάτωμα όπου υπήρχαν τα κρεβάτια και τα κλινοσκεπάσματα. Κανένας δεν ανέβαινε με παπούτσια, αυτά τα άφηναν κάτω από την σκάλα, καλά συζητάμε από ένα ζευγάρι ο καθένας και οι γαλότσες για τον χειμώνα και το χωράφι. Τα ρούχα για το χωράφι ήταν άλλα, πάντως δεν φόρεσα ποτέ ρούχο βρώμικο ή με λεκέ. Εκείνο το καλοκαίρι δεν είχαμε καπνά, μόνο βαμβάκι εγώ έφυγα τέλη Αυγούστου, δεν πήγαινα στο χωράφι, και όπως αποδείχθηκε το σύμπαν με προόριζε να ζήσω στην πόλη. Δεν φοβόμουν και καβαλούσα το μουλάρι, ούτε κουρελού δεν έβαζα, δεν ήξερα, και πήγαινα σωστή αμαζόνα να ποτίσω τον Μάρκο ή να βοσκήσει σε δικό μας χωράφι και τον έδενα σε σχοινί σε έναν πάσσαλο που έμπηγα στο χώμα. Τον άφηνα και γυρνούσα με τα πόδια, δρόμος 1-1,5 χιλιόμετρο. Μετά από ώρες πήγαινα πάλι με τα πόδια να τον πάρω και γυρνούσα καβάλα.

Α’ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΗΛΕΩΝ
Λοιπόν άδραξα την ευκαιρία για να παραμείνω στην πόλη ότι έπρεπε να περάσω τις εξετάσεις επιτυχώς. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το ποίημα του Άδμητου. 


Άδραξε!


Άδραξε έστω την ύστερη στιγμή 

Την ευκαιρία της αλήθειας 

**************************** 

Άσε το μυαλό με όπλο τα μάτια 

Σελίδες βιβλίων να λαχταρήσει 

Και στην καρδιά να κρατήσει τις λέξεις 

Που την αλήθεια συντηρούν 

**************************** 

Πάψε να νιώθεις κουρασμένος 
Γίνε του Καβάφη ταξιδευτής ακούραστος 
Πάρε του Καββαδία την αλάνθαστη πραγματικότητα 
Πλημμύρισε τα στήθη με Ελυτικό λυρισμό 
Σπάσε τ’ατσάλια με λέξεις του Ρίτσου 
Και γύρνα ξανά στο οδοιπορικό σου 
******************************************* 
Αν δροσιστείς από την αύρα της αυγής 
Αν αντικρύσεις τον ήλιο στο Αιγαίο 
Κι αν δώσεις προσοχή 
Στων γλάρων τα τραγούδια 
Τότε θα δεις στον ουρανό 
Κι είτε απορρίπτεις ή όχι τον Θεό. 
Θα τον αφιερώσεις ένα τραγούδι 
Ένα κερί ή το χαμόγελό σου. 
****************************************
Λοιπόν να’ μαι στο Φάληρο, να τρέχω στην Α’ Θηλέων μόνη τότε, δρόμος 4-5 στάσεων δίνω εξετάσεις περνάω όλα τα μαθήματα και με το Απολυτήριο στο χέρι, πηγαίνω να γραφτώ. Στο γραφείο ο Γυμνασιάρχης κος Χατζησήσης, πολύ αυστηρός όμως δίκαιος. Όταν τελείωσαν τα γραφειοκρατικά μου ζήτησε 70 δρχ. Εγώ δεν είχα, ζούσα σαν τα πετεινά του Θεού. Του είπα πως δεν μπορούσα να τα πληρώσω αλλά όταν γυρνούσε στην Θεσσαλονίκη από την Αθήνα που εκπαιδευόταν ο αδελφός θα του τα πήγαινα και ήθελα πολύ να τελειώσω το Γυμνάσιο. «Οι γονείς;», με ρώτησε και του εξήγησα την κατάσταση. Λίγα του είπα πολλά κατάλαβε, πήγα να φύγω, με σταμάτησε. Πρέπει να έρχεσαι στο σχολείο με μαύρη ποδιά και άσπρο γιακαδάκι. Εντάξει του αποκρίθηκα, μόλις γυρίσει ο αδελφός μου, θαρρείς και ήμουν ορφανό. Δεν με ενόχλησε ξανά, άλλωστε δεν έδωσα ποτέ αφορμή. Προσδοκούσα τόσο το Απολυτήριο του Γυμνασίου. Οφείλω πολλά στους καθηγητές του Α’ Γυμνασίου, μου δίδαξαν πολλά και όχι μόνο γνώσεις. Χωρίς βιβλία, χωρίς ποδιά (και σήμα, βέβαια είχαμε ένα σήμα σε σχήμα ρόμβου που έγραφε Α’ Γυμνάσιο Θηλέων σε μπλε φόντο, το απέκτησα αργότερα, κατόπιν το έχασα και ησύχασα). Πέρασα όλα τα μαθήματα και προβιβάστηκα. Τα Χριστούγεννα τα πέρασα στο Φάληρο γιατί έσκασε ο γάμος του μεγάλου αδελφού. Εκείνη την χρονιά άλλαξε το ρεύμα σε τριφασικό δεν υπήρχαν λεφτά για την εγκατάσταση και βρέθηκα να διαβάζω με την λάμπα πετρελαίου που ίσως λέω ήταν ο λόγος που έβαλα γυαλιά μυωπίας στα 15. 



Το καλοκαίρι του 52 ήταν διαφορετικό. Στο σπίτι υπήρχαν κότες, αυγά, η αγελάδα είχε γάλα, έτσι υπήρχε γιαούρτι, βούτυρο ακόμη και λίγο τυρί. Η μάνα μου ζύμωνε μια φορά την βδομάδα ψωμί με προζύμι που φρέσκο ήταν αχτύπητο όμως μετά 3-4 μέρες ήταν σκληρό, το σκέπαζε με ύφασμα (δεν υπήρχαν νάυλον τότε) και τα τρόφιμα διατηρούνταν στο λεγόμενο φανάρι με σίτα γύρω-γύρω. Τα χωράφια ήταν όλα δουλεμένα και το χωριό ασχολούνταν με καπνά. Στο χωράφι πήγαιναν γύρω στις 3-4 τα ξημερώματα γιατί όταν έβγαινε ο ήλιος λέγαν ‘’άναβαν τα καπνά’’. Εγώ έμενα στο σπίτι να φροντίσω τις δουλειές να πάω την αγελάδα στον τσομπάνη, να κουβαλήσω νερό, να σκουπίσω να στρώσω κρεβάτια. Όμως στο πέρασμα των καπνών σε ράμματα ήμουν πολύ γρήγορη σχεδόν συναγωνιζόμουν τον πατέρα ο οποίος έχανε χρόνο να στρίβει τσιγάρα, καθώς ήταν δεινός καπνιστής Αυτό το καλοκαίρι πρωτοσυνάντησα τον Γιώργο δεν ήξερα καν που μένει, πως τον λένε, το μόνο που πρόσεξα ήταν πως είχε ευγενική φυσιογνωμία και σκέφθηκα, αυτός δεν είναι χωριατάκι. 


ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ

Η δεύτερη χρονιά στο γυμνάσιο ήταν καλύτερη, είχα τα βιβλία μου, τετράδια την ποδιά την μαύρη (θαρρείς και ήμασταν χήρες). Οι στερήσεις δεν ήταν μεγάλες, κάτι ερχότανε από το χωριό, κάτι ο μισθός του αδελφού, πέρασε η χρονιά και εγώ προβιβάστηκα. Αυτή την χρονιά ήρθα σε επαφή με την Γαλλική γλώσσα και επειδή δεν είχα κάποιον να με βοηθήσει, γράφτηκα στο Lycee Francais και δεν πλήρωνα χάρις σε μια βεβαίωση Απορίας που πήρα από τον Πρόεδρο του χωριού. Επειδή αρίστευα συνέχισα τα Γαλλικά και αφού τελείωσα το Γυμνάσιο, παίρνοντας το Diplome des Etudes Francais. Aυτό το δίπλωμα με βοήθησε να δουλέψω. 


Τα βιβλία τότε τα πληρώναμε γι’ αυτό και τα διατηρούσαμε καθαρά και όταν έμαθα πως μπορούσα να τα πουλήσω στην μισή τιμή, το έκανα και έπαιρνα τα βιβλία της επόμενης χρονιάς. Το βιβλιοπωλείο λεγόταν "Ξενοφών" κάπου στην Αγία Σοφία. Εκείνο το καλοκαίρι του 1952 φόρεσα το πρώτο καινούργιο φουστάνι, γιατί σαν το μικρότερο παιδί φορούσα τα αποφόρια της κατά 3 χρόνια μεγαλύτερης αδελφής μου. Το φουστάνι αυτό ήταν από οργαντίνα με ψιλά λουλουδάκια σε στυλ τσιγγάνικο, με φούσκα μανίκι, γιακαδάκι στρογγυλό που άνοιγε με κουμπάκια από σατέν ροζ στο λαιμό και μια ζώνη από το ίδιο ροζ σατέν. Τέλος πάντων αυτό το φόρεμα εντυπωσίασε το χωριό και ζήλεψαν τα κορίτσια της ηλικίας μου. Δεν το χάρηκα άλλο καλοκαίρι, ή ψήλωσα ή η μάνα μου το έπλενε με ζεστό νερό και το χάλασε. Δεν έχει σημασία όμως πήρα ένα μάθημα και από εκεί και πέρα έπλενα μόνη μου τα ρούχα μου με κρύο νερό και πολύ λίγο σαπούνι στα βρώμικα σημεία, και να δεις πως αργότερα έμαθα πως αυτός είναι ο σωστός τρόπος. Τώρα τα πετάνε όλα στο πλυντήριο κι αν χαλάσουν παίρνουν καινούρια, όχι όλοι βέβαια.


ΖΩΗ  ΧΩΡΙΣ  ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ 

Η μόνη διασκέδαση στο χωριό ήταν το πανηγύρι του χωριού προς τιμή του Αγίου Παντελεήμονα. Όχι τίποτε σπουδαία πράγματα, φορούσαν τα καλά τους, πήγαιναν στην εκκλησία (όσοι πήγαιναν) και χόρευαν στην πλατεία ποντιακούς χορούς. Εκείνη την μέρα μαγειρεύαμε ένα πετεινάρι, σπάνια τρώγαμε άλλο κρέας το καλοκαίρι, τον χειμώνα είχαν το γουρούνι, εγώ όμως ήμουνα στην πόλη δεν τα απόλαυσα αυτά που κάνανε με το αλατισμένο γουρουνόπουλο. Εκείνη την μέρα η μάνα μου έκανε ρυζόγαλο, μεγάλη πολυτέλεια μόνο που υπήρχαν πολλοί επισκέπτες που το τρατάρονταν και για μας τα παιδιά δεν έφτανε. Τώρα εγώ κάνω καλύτερο ρυζόγαλο όμως το αποφεύγω για να μην παχύνω. Τον Σεπτέμβριο γύρισα στο Φάληρο πήγαινα στο Lycee και ξαφνικά παρατήρησα πως συναντούσα συχνά πυκνά τον Γιώργο, έξω από το Γυμνάσιο, γύρω στην γειτονιά μου, έτσι άρχισα να ενδιαφέρομαι και εγώ. Μην σκεφτεί κανείς πονηρά, παιδιάστικα πράγματα, όμως σκέφτηκα πως αξίζω για να θέλει ένα μια χαρά αγόρι της ηλικίας μου να με βλέπει. Εδώ εμβόλιμα θα παραθέσω το ποίημα του "Άδμητου"


Ο έρωτας!!! 



Τι υπέροχο πράγματι συναίσθημα 



Αξίζει να αφήσεις 



Να σε παρασύρει 



Επιτέλους είχα κάποιον να μοιραστώ τις ανησυχίες που είχα για την ζωή. Ήμουν επιφυλακτική, δεν τον ερωτεύτηκα όπως λένε κεραυνοβόλα, αλλά σιγά-σιγά τον ένιωθα σαν τον φύλακα άγγελό μου. Του είχα εμπιστοσύνη και όπως αποδείχθηκε το άξιζε. Αυτόν τον άνθρωπο τον παντρεύτηκα και είμαστε μαζί 50 χρόνια. Παρέμεινε ένας έντιμος άνθρωπος μέχρι τώρα. 



ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΖΩΗ
Την Τρίτη χρονιά στο Γυμνάσιο ζούσα λίγο καλύτερα, έμαθα κάπως να μαγειρεύω οπότε σιτιζόμουν καλύτερα , ανακάλυψα την βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ και του LYCEE και ανέβλεψα. Έβγαλα κάρτα με το μαθητικό πάσο και εξελίχτηκα σε μεγάλη βιβλιοφάγο. Τα βιβλία επιστρέφονταν πριν από την καθορισμένη ημερομηνία. Τις περισσότερες γνώσεις, ακόμη και το καλό λεξιλόγιο που με διακρίνει το οφείλω στα πολλά λογοτεχνικά βιβλία και στα βιβλία Αυτογνωσίας, ό,τι έχει σχέση με την εξέλιξη της ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς να το καταλάβω απέκτησα μια μικρή βιβλιοθήκη. Αυτή την χρονιά μπήκε και το μάθημα των Λατινικών και τα πήγα αρκετά καλά “Ρegina rosas amat”. Τι νοσταλγία !! Έχω έφεση στις γλώσσες και αργότερα έμαθα και Αγγλικά που τα τελειοποίησα διδάσκοντάς τα. Όταν διδάσκεις κάτι μαθαίνεις και συ, γιατί αναγκαστικά ψάχνεις και ανακαλύπτεις καινούρια πράγματα. Έτσι γίνεσαι καλύτερος. Η ζωή εξακολουθούσε να είναι δύσκολη, όμως αυτή την χρονιά έγινε η ηλεκτρική εγκατάσταση και έτσι είχαμε ρεύμα, εννοείται μόνο για φωτισμό. Όμως για μένα ήταν πολυτέλεια. Επίσης αγοράστηκε ένα ραδιόφωνο οπότε άκουγες ειδήσεις μα προ πάντων μουσική. Είχα την τύχη να ακούω μουσική μα μόνο το καλοκαίρι. Το χειμώνα θυμάμαι μόνο την μάνα να γνέθει, να πλέκει κάλτσες, φανέλες και ότι χρειάζονται τα παιδιά της. Οι μάνες εκείνης της εποχής ήταν ηρωίδες!! 

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Φοιτούσα στην Στ’ τάξη (πάντα οκτατάξιο) έχω ξεπεταχτεί σε κοπελίτσα 16 χρόνων, ήμουν από τα καλά παιδιά, ακούω τώρα για δύσκολες εφηβίες με απαιτήσεις,με ψυχολόγους και σκέφτομαι πως εγώ δεν την πέρασα την εφηβεία. Το ίδιο μπορώ να πω και για τα δύο παιδιά που μεγάλωσα, υπήρξε κατανόηση και από τις δύο πλευρές. Το μόνο που μπορεί να μου καταλογίσει κάποιος είναι η φιλία,η παρέα και τέλος ήρθε και η αγάπη με τον Γιώργο. Από το καλοκαίρι του 1954 άρχισε το ρεύμα της μετανάστευσης προς την Αυστραλία από οργανωμένες επιτροπές με γιατρούς και δεν ξέρω τι άλλο εξέταζαν. Τα 4 αδέλφια μου, εκτός από τον δεύτερο που ήταν δημόσιος υπάλληλος έφυγαν το φθινόπωρο του 1954.Οι γονείς έμειναν στο χωριό, όχι για πολύ. Αποφάσισαν να πουλήσουν το σπίτι εκτός από τα χωράφια και να κατέβουν στην πόλη να ζήσουν με τα δύο παιδιά που τους απέμειναν. 



Οι περισσότεροι από αυτούς που ξενιτεύονται ξεχνούν γονείς και πατρίδα, όμως τα περιουσιακά τους ενδιαφέρουν πολύ. Ευτυχώς που οι γονείς τα χρήματα που πήραν τα επένδυσαν σε μια μικρή μονοκατοικία την οποία νοίκιαζαν, ενώ μέναμε στο ενοικιοστάσιο μέχρι που καταργήθηκε. Να σκεφτεί κάποιος πως ένα άτομο που έκτισε ένα δίπατο σπίτι με οικόπεδο δύο στρέμματα το πουλάει και πηγαίνει να ζήσει στην πόλη. Θα πρέπει να της στοίχισε της μάνας μου, γιατί αυτό το σπίτι το ξεκίνησε με τις οικονομίες της και ο λαός λέει: "αρχή είναι το ήμισυ του παντός". 
Οι οικονομίες λοιπόν γίνανε μαζεύοντας τα στάχυα που έπεφταν κατά γης στο θέρος, τότε θερίζανε σε δεμάτια και τα αλωνίζανε στο αλώνι, πασάκια τα λέγανε δηλαδή ήταν σταχυομαζώχτρα κατά Παπαδιαμάντη, σέρνοντας μαζί της στην αρχή τρία ανήλικα και αργότερα πέντε, και τα αλώνιζε χτυπώντας τα με βέργα. Τα πουλούσε καθώς και αυγά , πετεινάρια και τα χρήματα τα έκρυβε στα συρταράκια στο εικονοστάσι της κρεβατοκάμαράς της αυτά επί 9-10 χρόνια. Όταν κάποια χρονιά πέρασαν χτιστάδες από την Ηπειρο και τότε γυρνούσαν σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και στις γειτονικές Βαλκανικές χώρες, αποφάσισε να βάλει μπρος και χτίστηκε το πέτρινο δίπατο σπίτι. Βέβαια αναγκαστικά μπήκε στο χορό και ο πατέρας. Σε αυτό γεννήθηκα εγώ γιατί ξέσπασε ο πόλεμος με όλες τις συνέπειες. Παραθέτω ένα ποίημα του 'Αδμητου' 


ΑΝΘΡΩΠΙΑ 



Το παγκάκι 

Το κλειδί του Παραδείσου πεταμένο 



Σε ένα παγκάκι 

Στων Αθηνών την ερημιά 

Του Όργουελ γεννήκαμε 

Άνθρωποι μηχανές 

Αφού την ανθρωπιά αφήσαμε 


Σε ένα παγκάκι 
Στων Αθηνών την ερημιά 
Θρήσκευμα ταυτότητος: Χριστιανός Ορθόδοξος 
Θρήσκευμα καρδιάς: Ένα παγκάκι 
Να’ τανε κόκκινο, πράσινο, μπλέ ? 
Ξύλινο να΄τανε ή πλαστικό ? 

Ένα παγκάκι στων Χριστιανών την ερημιά 

Φέρετρο έγινε 
Ενός πεινασμένου φυγά! 

Λοιπόν οι γονείς μου στην πείνα είχαν μεγάλη σοδειά και αν ήταν σαν τους μαυραγορίτες μπορούσαν να έχουν μέγαρο στην πόλη. Αυτοί αντίθετα ταΐσανε όλους τους πεινασμένους. Μεγάλη πια έχοντας αναλάβει εξ ολοκλήρου τους γονείς και τα κατάφερνα δύσκολα μιας και ήμουνα αυτοδημιούργητη, είχα ζήσει μαζί τους χωρίς να απομακρυνθώ ποτέ και τους πονούσα. Τότε δεν είχαν σύνταξη οι γεωργοί και επιδοτήσεις και ευκολίες που απολαμβάνουν σήμερα, τους βοηθούσα εγώ, όμως ήξερα όλη την διαδρομή της ζωής τους και είπα την μάνα μου: αν είχες μυαλό τώρα θα ήσουν πλούσια με τις σοδειές που είχες στην πείνα. Η απάντηση αυτής της ηρωίδας μάνας με άφησε με το στόμα ανοιχτό. «Τι μου λες κορίτσι μου; εγώ έστειλα στην πρώτη γραμμή Γράμμου Βίτσι τρία σαν το κρύο νερό παλικάρια, εννοούσε και τον γαμπρό της, και γύρισαν και τα τρία χωρίς γραντζουνιά. Αυτή ήταν η πληρωμή μου και για τους στρατιώτες που περιέθαλψα όταν γύρισαν από την Αλβανία.» Και συμπληρώνω εγώ και στο Φάληρο κέντρο διερχομένων ήταν το σπίτι μας. Αυτό θα πει ΑΝΘΡΩΠΙΑ. 



ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ
Τα χρόνια πέρασαν στερημένα αν και υπήρχαν κάποια έσοδα από τα χωράφια, το ενοίκιο του σπιτιού και φαντάζομαι ο μισθός του γιου. Το μόνο που γλύκαινε την ζωή μου ήταν οι συναντήσεις με τον Γιώργο για περίπατο ή κάποιο σινεμά στο κέντρο της πόλης, στα Διονύσια, στα Τιτάνια και επειδή ήμασταν μαθητές καταλήγαμε στο εξώστη μην μας δει κάποιο μάτι καθηγητού. Ήμουν τελειόφοιτη εκείνη τη χρονιά και κάθε χρόνο γινόταν η εκπαιδευτική εκδρομή. Τότε κρατούσε μια βδομάδα και σκοπός της εκδρομής ήταν να γνωρίσουμε την χώρα μας ,την ιστορία μας που ανακαλύπτουν οι λαοί σκάβοντας το χώμα, τους αρχαιολογικούς χώρους. Σήμερα οι εκδρομές γίνονται να περνούν καλά όπως λένε οι μαθητές (καλά που δεν ζει ο Χατζηζήσης να δει πως γίνονται τώρα οι εκπαιδευτικές εκδρομές). 
Λοιπόν η εκδρομή στοίχιζε 120 δραχμές δηλαδή μόνο το λεωφορείο πληρώναμε μια και κοιμόμασταν στα γυμνάσια των πόλεων που επισκεπτόμασταν. Και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω την λογική του αδελφού που μου είπε πως δεν μπορούσα να πάω για το έξοδο. Βλέπεις το οικονομικό κουμάντο το είχε αυτός, αν και έμενε στο πατρικό. Εγώ όμως ήμουν αποφασισμένη να πάω, το μόνο ταξίδι που έκανα ήταν Θεσσαλονίκη-Γιαννιτσά και δύο ολοήμερες με τραίνο μια στο Τόπσι και στην Έδεσσα για να δούμε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ τον ποταμό και τους καταρράκτες. Μια και δύο λοιπόν πηγαίνω στον Γυμνασιάρχη και του είπα τον πόνο μου, πως δεν έχω λεφτά για την εκπαιδευτική εκδρομή και πως είναι άδικο να πάει όλη η τάξη και εγώ να μην πάω. Ήμασταν παλιοί γνώριμοι, αποβολή δεν πήρα ποτέ, συμμαζεμένο παιδί ήμουνα και τα κατάφερα: «Θα έρθεις Ευμορφία και σε γράφω εγώ τώρα.» 
Έτσι πήγα μέχρι την Πελοπόννησο στα 18. Με όλες τις στερήσεις πέρασα αξέχαστες μέρες, κοιμόμαστε όπως είπα στα σανίδια των τάξεων των γυμνασίων των πόλεων που επισκεπτόμασταν, στρώναμε η κάθε μια την κουβέρτα μας και διασκεδάζαμε με ιστορίες, με αστεία εις βάρος των καθηγητών άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα. Στην Αθήνα καταλύσαμε στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων καθώς τότε οι εκπαιδευτικές εκδρομές γίνονταν στις διακοπές του Πάσχα για να μην χάνονται διδακτικές ώρες και έτσι το σχολείο ανήκε για δύο βράδια στα κορίτσια. Όπως και να ήταν άξιζαν οι θυσίες, μέχρι σήμερα την θυμάμαι αυτήν την εκδρομή με κείνο το σαράβαλο το λεωφορείο του 50, γιατί δεν φαντάζομαι πως σκεφθήκατε κανένα εκδρομικό πούλμαν πολυτελείας. Ο οδηγός του λεωφορείου έκανε και χρέη φωτογράφου με κάτι φωτογραφίες στην Ακρόπολη που εμείς όλες φαινόμαστε σαν ψείρες. Βέβαια σήμερα και να με πλήρωναν δεν θα το άντεχα τέτοιο ταξίδι. Τότε ανέβηκα 999 σκαλιά στο Παλαμήδι στο Ναύπλιο, αλήθεια τι όμορφη πόλη κι αυτή! Τι ανάμνηση αξέχαστης ευωδιάς από τα άνθη λεμονιάς και πορτοκαλιάς μπαίνοντας στην Άρτα, ναι βέβαια επισκεφθήκαμε και το ξακουστό γεφύρι. Α! τα νιάτα είναι υπέροχα! Μέσα στο σαλόνι μου κρέμονται τρεις φωτογραφίες από τις εβδομαδιαίες όπως τις έλεγαν, εννοείται μεγεθύνσεις, η μια κάτω από την άλλη και δίπλα οι ανάλογες του Γιώργου. Όποιος μας επισκέπτεται εντυπωσιάζεται από την ομορφιά που εκπέμπουν τα πρόσωπά μας, και μας λένε: Καλέ αστέρες του κινηματογράφου ήσασταν; Όχι τους απαντώ είναι τα νιάτα μας. 

ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΟΚΑΤΟΙΚΙΑ
Όλα τα χρόνια που οι γονείς νοίκιαζαν την μονοκατοικία φύλαγαν τα χρήματα τότε δεν γνωρίζανε τράπεζες, απλώς κάνανε λίρες τις οποίες χρησιμοποιούσανε για να επιδιορθώσουν αυτή την μονοκατοικία με νέα ηλεκτρική και υδραυλική εγκατάσταση, κουζίνα και μπάνιο, να έχουν ένα λειτουργικό σπίτι. Εγώ είχα πάρει το δίπλωμα της γλώσσας και άρχισα να εργάζομαι ενώ ο Γιώργος υπηρετούσε την θητεία του. 
Είχα ανοίξει φροντιστήριο ξένων γλωσσών, όμως το κεφάλαιο το δανείστηκα από κάπου πήρα στο χέρι 13000 δρχ. και χρεώθηκα γραμμάτια 15000. Ήμουν η ιδιοκτήτρια –καθηγήτρια, γραμματέας και καθαρίστρια και στην δουλειά και στο σπίτι. Η μάνα δεν ήταν ικανή για πολλά πράγματα, είχαν πειραχτεί τα νεύρα της με τις ιστορίες των Αυστραλών που αληθινά δεν ξέρω τι ακριβώς διαφορές είχαν μεταξύ τους όμως τα γράμματα έφερναν δυσάρεστα νέα και έφθειραν λίγο λίγο την υγεία της. Ο δεύτερος γιος μόλις αρραβωνιάστηκε και έφυγε από το σπίτι. 


Η μάνα μου υπέφερε πολύ στην εμμηνόπαυση, είχε ταχυκαρδίες, αϋπνίες, μεγάλη εφίδρωση και αυτή η γυναίκα που μέχρι τότε δεν είχε κόψει τα μακριά μαλλιά της αναγκάστηκε να τα κόψει πολύ κοντά. Και φυσικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι περνούσε. Το κατάλαβα όταν τα πέρασα και εγώ με την σειρά μου, κατάλαβα πόση κατανόηση έχεις ανάγκη, πόσο χρειάζεσαι το χάδι από τον άνθρωπο σου, πόσο ανάγκη έχεις την συμπαράσταση από την οικογένειά σου. Δεν βαριέσαι για τους περισσότερους είναι ψιλά γράμματα. Λοιπόν να μην μακρηγορώ η μάνα μου είχε κατάθλιψη που σιγά σιγά αλλά σταθερά εξελισσόταν σε άνοια. Παραθέτω ένα ποίημα του Άδμητου, αφιερωμένο στο πατέρα του. Εγώ το αφιερώνω στην μνήμη της μάνας μου. 


Λάμψη τα λόγια σου 

Που με το φως της αγκαλιάζει το σκοτάδι 



Φλόγα η θύμησή σου

Που η θερμή θωριά της απομακρύνει την παγωνιά 



Τα στιβαρά σου χέρια 

Ας προστατεύει ο Θεός 

Να με βοηθάνε από διαβολοκαρτέρια 

Να βγαίνω νικηφόρος,δυνατός 


Όσα του βουνού βαραίνουνε την ράχη 
Τόσα τα χρόνια σου ας είναι 

Κι όσο της ζωής τον αέρα θα αναπνέω 
Τα λόγια σου θα τα έχω φυλακτό 

Κι αν του καραβιού μου 
αλλάξω την πορεία 
κι απ’την δική σου φύγω μακριά 
η σκέψη μου πάντα κοντά σου θα΄ναι 

Για οδηγό τα λόγια σου κρατώ 

ΧΡΟΝΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΠΑΛΗΣ 
Όταν απολύθηκε ο Γιώργος αποφασίσαμε να παντρευτούμε στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στις δικές μας δυνάμεις. Το πρώτο διάστημα δούλευα μόνο εγώ και βοηθούσε και ο Γιώργος σε ό,τι μπορούσε. Αργότερα διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα, τα έσοδα ήταν λίγα, όμως εκείνα τα χρόνια ήμασταν ολιγαρκείς. Μέναμε στο δικό μου πατρικό για λίγο διάστημα, όμως μετά την γέννηση του πρώτου μας γιου μετακομίσαμε και μέναμε μέσα στο φροντιστήριο για λόγους και οικονομικούς και οικογενειακούς. 



Την επίβλεψη για την υγεία και την διαβίωση των γονιών μου την είχα αποκλειστικά εγώ. Ήμασταν αυτοδημιούργητοι και δεν βοηθηθήκαμε από τις οικογένειές μας. Έμαθα πολύ αργότερα πως αν το μάθημα που πρέπει να πάρεις σε κάποια ενσάρκωση είναι να είσαι αυτάρκης δεν θα βρεθεί κανείς που θα σε βοηθήσει. Λοιπόν σε αυτήν την ενσάρκωση αυτό το μάθημα ήρθα να πάρω. Οι υποχρεώσεις πολλές με ένα παιδί που το μεγάλωνα μέσα στο φροντιστήριο δεν ήταν εύκολη υπόθεση πόσο μάλλον όταν έχεις να αντιμετωπίσεις ένα υπερκινητικό παιδί και πολλά οικονομικά προβλήματα. Έτσι το διάστημα που άφησα να περάσει για να αποφασίσω να αποκτήσω δεύτερο παιδί ήταν 8 χρόνια. Η μάνα μου χειροτέρευε, μεγάλωνε η κατάθλιψή της δεν την στήριζε ο πατέρας μου που ήταν στον κόσμο του και εγώ έτρεχα και δεν έφθανα. 



ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΔΑΝΕΙΟ 

Μια και είχα αναλάβει τους γονείς η μάνα μου μού έδωσε την μονοκατοικία προικώο και βάζοντάς την υποθήκη πήρα δάνειο για επέκταση και έκτισα δύο πατώματα με εσωτερική ξύλινη σκάλα με δεδομένο ότι το οικόπεδο ήταν μικρό μόλις 84 τμ. Βέβαια το δάνειο δεν κάλυψε όλες τις ανάγκες του καινούργιου σπιτιού τις οποίες καλύψαμε χρόνο με τον χρόνο, να σκεφθεί κάποιος πως τα πρώτα έπιπλα για το σαλόνι τα πήραμε όταν κλείσαμε 12 χρόνια γάμου, μέχρι τότε βολευόμασταν με δύο σιδερένια ντιβάνια με μαξιλάρες κεντημένες δια χειρός Ευμορφίας όμως υπήρχε χώρος να παίζουν τα παιδιά, ακόμα και να κάνουν ποδήλατο. 


Οι γονείς ζούσαν στο ανώγειο και εμείς στον πρώτο όροφο και στο μισό του δεύτερου όπου είχαμε δύο κρεβατοκάμαρες και ένα μπάνιο. Όταν ξεχρεώσαμε το δάνειο κτίστηκε και το πίσω μέρος του β’ ορόφου και τελειοποιήσαμε το μπάνιο. Όλη την επίβλεψη των παιδιών την είχα σχεδόν αποκλειστικά εγώ και μάρτυς μου ο Θεός έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Βέβαια με το πέρασμα του χρόνου ανακάλυψα πως έκανα λάθη από τα οποία έγινα σοφότερη και παρηγορήθηκα όταν σε μια διάλεξη του Δασκάλου Νατζέμυ άκουσα πως δεν πρέπει να κατηγορούμε τον εαυτό μας για τυχόν λάθη μας, γιατί σίγουρα κάναμε αυτό που νομίζαμε και μπορούσαμε με τις συνθήκες που είχαμε για το καλό των παιδιών μας. Εγώ ήμουν πολύ φορτωμένη με υποχρεώσεις με πολύ τρέξιμο που δεν είχα το ανάλογο οικονομικό αντίκρισμα, τότε και ο Γιώργος και εγώ δουλεύαμε και το Σάββατο. Επιπροσθέτως εγώ φρόντιζα για την καθαριότητα και της οικογένειάς μου και των γονιών μου. Ήμουν πολύ κουρασμένη. 




ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Παραθέτω ποίημα του ΄΄ΑΔΜΗΤΟΥ’’ που δηλώνει την απόγνωση του ανθρώπου


Κάτι με πνίγει 



Όσα βλέπω, όσα ακούω, όσα διαβάζω 



Γίνονται βρόγχος που σφίγγει συνεχώς 



Όταν χωρίς αντίδραση 



Τα δέχομαι όλα


Η ζωή κυλούσε με λίγες χαρές και περισσότερες λύπες μια και η μάνα μου είχε καταντήσει ανίκανη να συντηρήσει τον εαυτό της τουλάχιστον. Μετά από ένα χειρουργείο για ιλεό που πήρε ολική νάρκωση η πνευματική της κατάσταση χειροτέρευσε σε σημείο να μην είναι ικανή να ντυθεί μόνη της. Ήμουν πελαγωμένη, είχα τα μαθήματα, ο μεγάλος γιος μου ήθελε συνεχή επιτήρηση για το σχολείο, αργότερα ανακάλυψα πως είχε κάποια δυσλεξία ήταν στην έκτη δημοτικού και ο μικρός είχε κλείσει τα τρία όταν η μάνα μου έπαθε έμφραγμα και την μεταφέραμε στο ΑΧΕΠΑ. Ο πατέρας ανύπαρκτος, χρόνια τώρα ήταν στον κόσμο του πίνοντας και καπνίζοντας. Εγώ έπρεπε να βρίσκομαι σε δέκα μέρη να γίνω χίλια κομμάτια. 


Δεν είχα κανέναν να αφήσω το μικρό μου παιδί που το έσερνα μαζί μου. Πήγα να την δω 2-3 φορές χωρίς να μπορώ να της προσφέρω τίποτε το ουσιαστικό! Ήταν 67 χρονών , οι γιατροί δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους, αφού κανείς δεν έδωσε φακελάκι. Την τελευταία φορά που την είδα δεν ξέρω αν με αναγνώρισε όμως εγώ είδα μπροστά μου το όραμα του Τρελάδικου (αλήθεια τότε δεν ήξερα ούτε που βρίσκονταν όμως είδα καθαρά πως ήμουν μπροστά από τα κάγκελα) και τότε άκουσα καθαρά την φωνή του φύλακα άγγελού μου, «Ευμορφία, κάνε μεταβολή, είσαι δυνατή και έχεις να μεγαλώσεις ένα μικρό παιδί» και τότε προσευχήθηκα να φύγει γιατί αν ζούσε μόνο την ταλαιπωρία θα γνώριζε και η ίδια και εγώ. Δεν ντρέπομαι που το λέω ευχήθηκα να πεθάνει, ποια εγώ που αυτήν την γυναίκα την λάτρεψα και ναι με άκουσαν οι ουρανοί και εκείνο το βράδυ η μάνα μου πέθανε. 


Η ΚΗΔΕΙΑ
Όταν φεύγει ένας άνθρωπος γι ‘αυτούς που μένουν και αγαπούν τον άνθρωπο αυτό η κηδεία είναι το πικρό ποτήρι που δεν μπορούν να αποφύγουν. Η κηδεία έγινε στο χωριό που δεν τους βγάζουν τους νεκρούς. Ήταν Ιούνιος έκανε πολύ ζέστη και εγώ αισθανόμουν πολύ μόνη και είχα ενοχές που δεν φρόντισα να την μεταλάβω. Αυτή την γυναίκα η πίστη της στο Θεό την κρατούσε και αντιμετώπισε όσα στραβά της ήρθαν, όμως οι ενοχές με άφησαν όταν γνώρισα μια πρεσβυτέρα που την μετάληψη την είχε για καφέ και από την άλλη καταπίεζε σε όσους είχε εξουσία. Νήστευε και στο στόμα της όλη την μέρα είχε τον Χριστό, την Παναγία, όμως καλή κουβέντα και καλή πράξη δεν είχε για κανένα. Η εκκλησία ήταν μόνο το συμφέρον. Λοιπόν η μάνα μου δεν είχε ανάγκη από κοινωνία, ήταν από μόνη της η καλοσύνη, η προσφορά στον άλλον τελεία και παύλα. 



Η κηδεία ήταν στις 4 μμ .Το μεσημέρι ξέσπασε μια καταιγίδα άλλο πράγμα άνοιξαν οι ουρανοί και εγώ σκέφτηκα. Κοίτα να δεις ως και ο ουρανός την κλαίει την μανούλα μου. Και τότε συνειδητοποίησα πως δεν θα ξαναπροφέρω την λέξη ΜΑΜΑ. Την μάνα μου την κουβάλησαν μέχρι το νεκροταφείο τα ανίψια από την πλευρά του πατέρα, το σόι δηλαδή και ήταν κάμποσος δρόμος. Θα πρέπει να την αγαπούσαν για να το κάνουν. Κι έτσι έμεινα να βολοδέρνω με τον πατέρα εννέα χρόνια, τόσο έζησε μετά τον θάνατο της μάνας μου αν και 19 χρόνια μεγαλύτερος.




ΖΩΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ 

Ο άνθρωπος παλεύει την κάθε μέρα και κάθε μέρα φέρνει καινούρια πράγματα στην ζωή του καθένα. Κύλησαν τα χρόνια δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στο μεγάλωμα των παιδιών , ο μεγάλος γιος με κούρασε με τα σχολεία, δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρεις, έκανα ότι καλύτερο μπορούσα και φαντάζομαι και πως και ο ίδιος απέδωσε ό,τι μπορούσε. Ο δεύτερος γιος μας ήταν το παιδί που μεγάλωσε όπως λέει ο λαός με τα ‘’ψέματα’’ εννοώντας ήταν εύκολο παιδί από 6 χρονών ήξερε τι ήθελε να γίνει, μουσικός και έγινε με σπουδές στο Κρατικό Ωδείο και συνέχισε τις σπουδές στην Αυστρία με λίγη βοήθεια από μας και δουλεύοντας ο ίδιος, δύσκολα τα έφερνε βόλτα όμως τα κατάφερε να γυρίσει με Master και με Κρατική υποτροφία έμεινε ένα χρόνο στην Βιέννη. Τώρα κάνει διδακτορικό στο Λονδίνο στην Σύνθεση και έχει αποσπάσει το 3ο βραβείο σε Παγκόσμιο διαγωνισμό Σύνθεσης για Κουαρτέτα Εγχόρδων του Καναδά το 2005. 
Εν τω μεταξύ ο μισθός του Γιώργου βελτιώθηκε αρκετά και όταν ξεχρεώσαμε το δάνειο έκλεισα το φροντιστήριο και ηρέμησα. Είχε φύγει και ο πατέρας στα 95 οπότε είχα ένα μικρό εισόδημα από το ανώγειο. Σκέφτηκα πως ήταν η σειρά μου να απολαύσω κάποια πράγματα σε όσο χρόνο θα μου έδινε ο Θεός, όπως ταξίδια, διακοπές και προ πάντων χρόνο να κάνω ότι δεν μπορούσα από τις υποχρεώσεις που είχα φορτωθεί.




ΤΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ
Τα τελευταία χρόνια περνούμε δύσκολα στην Ελλάδα και βέβαια οι πιο νέοι είναι αυτοί που πιάστηκαν «εξ' απήνης» γιατί κακά τα ψέματα ζούσαν σε μια επίπλαστη ευημερία εδώ και τριάντα χρόνια ούτως ώστε να ανθίσουν τα ντελίβερι, τα σκυλάδικα, η Μύκονος και όλη η υποκουλτούρα. Οι γονείς φροντίζανε για όλα ώσπου έσκασε η βόμβα της χρεοκοπίας της χώρας για την οποία βέβαια την κύρια ευθύνη φέρουν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  αλλά έχουν μερίδιο ευθύνης και τα κόμματα της Αριστεράς με τις συνεχείς απεργίες και τα συνδικάτα που το καθένα φρόντιζε μόνο τα δικά του συμφέροντα εις βάρος των άλλων. Έτσι η κοινωνία έφτασε σε αυτό το χάλι. Όταν φροντίζεις για το κοινό καλό, αυτό θα γυρίσει και σε σένα. Όμως όταν η παιδεία δεν φροντίζει να ανεβάσει το επίπεδο στον ηθικό τομέα και δίνει μόνο γνώσεις, φτάσαμε στον ατομικισμό. Ότι χειρότερο για το ανθρώπινο Όν. Και έτσι έχουμε τις εικόνες των συσσιτίων που βέβαια άρχισαν για να βοηθήσουν τους μετανάστες, μακάρι να μπορούσαμε να προσφέρουμε σε αυτούς τους δυστυχισμένους περισσότερα, όμως μια μικρή κατεστραμμένη χώρα οικονομικά είμαστε και τώρα είναι πολλοί Έλληνες άστεγοι και άνεργοι που καταφεύγουν στα συσσίτια της Εκκλησίας και των Δήμων.

Λυπούμαι αφάνταστα για την κατάσταση που βιώνουμε οι Έλληνες και θυμάμαι τα συσσίτια του ΠΙΚΠΑ όταν ήμουν παιδάκι. Βέβαια τότε είχαμε βγει από έναν οδυνηρό πόλεμο και είχαμε εν συνέχεια έναν αλληλοσπαραγμό, ό,τι χειρότερο για το έθνος. Ήμουν γύρω στα 8 ένα λιπόσαρκο παιδάκι και ανέβαινα την Αγία Τριάδος, συνέχιζα την Αετοράχης εκεί κάπου υπήρχε το συσσίτιο του ΠΙΚΠΑ που μοίραζε γάλα ή μπιζελόσουπα. Καθόμουν στην ουρά και δεν με πείραζε που κρύωνα μια και τα ρουχαλάκια που φορούσα δεν με προστάτευαν, η αγωνία μου ήταν μήπως ώσπου να έρθει η σειρά μου τελειώσει το μοίρασμα και πάω με άδειο δοχείο στην μάνα μου!


ΔΙΑΨΕΥΣΗ  ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ 
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Κλειστά τα μάτια
Πλαστές ομορφιές μην δεις 
Μη σε πλανέψει 
Σειρήνων όνειρο 

Ψευτιά ανθρώπων 
Και πρόστυχο καρτέρεμα 
Μιας αλλαγής 
Ενός καλύτερου αύριο

Στις βάσεις που φτάσανε το σήμερα 
Σκουπίδι τούτης της πλάσης 

''Άδμητος"


ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΤΕΛ 
Βλέπουμε τους ξένους, νέα ζευγάρια που έρχονται στην Ελλάδα χωρίς αυτοκίνητο, με το αεροπλάνο έχοντας πάντα μαζί τους τα μικρά παιδιά τους ακόμη και βρέφη. Κάπως έτσι κάναμε και εμείς ταξίδια και διακοπές μέσα στην χώρα μας έχοντας μαζί μας τα παιδιά μας, με τα ΚΤΕΛ και οργανωμένα. Η συμφωνία ήταν πως ο καθένας θα κουβαλήσει το σακίδιό του σύμφωνα με την σωματική του δύναμη. Οι διακοπές διαρκούσαν 8-10 μέρες δηλαδή όση ήταν η διάρκεια της άδειας του Γιώργου. Έτσι όταν φτάναμε ας πούμε στην Σκιάθο, ψάχναμε το κατάλληλο δωμάτιο σύμφωνα με τα οικονομικά μας. Δεν στερούσαμε τίποτε από τα παιδιά μας όμως αποφεύγαμε κάθε περιττή σπατάλη. 
Αυτοκίνητο αποκτήσαμε την δεκαετία του 80, μα και τότε τις καλύτερες διακοπές τις κάναμε χωρίς το αυτοκίνητο όταν μεγάλωσαν τα παιδιά και φεύγαμε οι δυο μας. Έτσι ένα καλοκαίρι γυρίσαμε τα νησιά των Κυκλάδων πληρώνοντας μόνο ναύλα για το φέρυ μποτ γλυτώνοντας το έξοδο του αυτοκινήτου και της βενζίνης. Πάντα βρίσκαμε δωμάτιο σε καλή τιμή και όπως δεν ήμασταν απαιτητικοί περνούσαμε μια χαρά. Εγώ απολάμβανα το ταξίδι πάνω στην θάλασσα διαβάζοντας ποίηση εκείνη την εποχή είχα κολλήσει στην ποίηση του Ελύτη για τον οποίο θα παραθέσω ένα ποίημα του ΄΄Αδμητου΄΄


Είπαν πως χάθηκες 
Μα δεν μυρίσαν την 'αύρα του Αιγαίου'
Μα δεν προσμένουν τον 'ήλιο τον νοητό'
Μα δεν ερωτεύονται με τα 'ρω'
Που κληρονομιά άφησες 


Να΄ σαι και πάλι 
Στο βλέμμα κάθε 'ανθυπολοχαγού μάνας' 
Στο πέταγμα κάθε 'γλάρου που ακροβατεί' 
Στο δέος κάθε 'κορφής αετόμορφης'


Που γαλανόλευκη ταπεινά φιλά 

Είσαι εκεί 
Προστέγασμα πνεύματος 
Και γραμμάτων 


Του γένους των Ελλήνων 



ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΗΣ ΄΄ΑΜΦΙΚΛΙΑΣ΄΄ (ΤΙΘΟΡΕΑ)
Χωρίς αμφιβολία ο Θεός διαβιεί στην εξοχή. Ο Θεός τρελαίνεται για ποικιλία γι ‘αυτό και έπλασε τους ανθρώπους τόσο διαφορετικούς. Λευκούς, μαύρους, κίτρινους, ερυθρόδερμους, ψηλούς, κοντούς, λεπτούς, χοντρούς. Έπλασε την φυσική δημιουργία που βλέπουμε. Γαλήνη και Σιωπή, γαλήνη και αρμονία και συγχρόνως πόση μουρμούρα και ποικίλους ήχους πουλιών, ζώων, αέρηδων κλπ. Γαλήνη και Αρμονία από τις κορφές των γύρω βουνών μέχρι κάτω στις πλαγιές με τους φράκτες από κούτσουρα ακατέργαστα. Ποικιλία δέντρων, θάμνων και αρωματικών φυτών με παλέτα χρωμάτων από το βαθύ καφέ, έντονο κόκκινο έως το ανοιχτό κίτρινο. Ποια εικόνα να θαυμάσω πρώτα το τέλειο δέσιμο των πέτρινων με την φύση την εικόνα των δύο μικρών γατιών μαμάδων (μικρομαμάδες) με τα 4-5 γατάκια ολοκάθαρα και παιχνιδιάρικα, τα ανθισμένα λευκά και ροζ τριαντάφυλλα παρέα με τα ιώδη άνθη του δεντρολίβανου. Θεέ μου ευχαριστώ σε για την τόση ομορφιά που με αξίωσες να απολαύσω.


Γράμμα στον Θεό,της Ευμορφίας
Θεέ μου, σε ευχαριστώ που όλο πιο συχνά και τώρα τελευταία καθημερινά σε έχω μαζί μου. Σε ευχαριστώ που νιώθω την προστασία σου πάνω μου και γι αυτό είμαι ασφαλής. Σε ευχαριστώ που κρατάς τον δίαυλο συνομιλίας ανοικτό και το ξέρεις πως λαμβάνω τις απαντήσεις. Δεν έχω να φοβηθώ τίποτε σαν αιώνια ψυχή που είμαι . Είμαι ένα θεϊκό δημιούργημα και τίποτε δεν μπορεί να με βλάψει. Πάντα εσύ έχεις τις πόρτες ανοιχτές για μένα και έτσι τέρμα η αγωνία. Κάποια στιγμή θα ακούσω την θεϊκή συμφωνία και θα΄ναι όπως ακριβώς την φαντάστηκα…


ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ 
Παρακολουθώντας τα μαθήματα στις ομάδες Αυτογνωσίας-Διαλογισμού γνωρίστηκα με νέα πρόσωπα, στην κυριολεξία νέους ανθρώπους, αφού η μεγαλύτερη σε ηλικία είμαι εγώ. Οι συζητήσεις είχαν μεγάλο εύρος, από το θείο μέχρι το καβγά με τον ή την σύζυγο. Άγχος, άγχος, άγχος και δεν καταλάβαινα το γιατί. Όλα τα έχουν και δεν χαίρονται γι' αυτά που τους χάρισε το Σύμπαν πλουσιοπάροχα αλλά στεναχωριούνται για μικροπράγματα, όλα στην ζωή είναι μικροπράγματα. 
Τους μιλούσα για την δική μου ζωή, ειλικρινά χωρίς πικρία και δυσκολευόντουσαν να τα πιστέψουν. Θυμάμαι πόσο λίγα ήτανε τα υλικά αγαθά και πόσο χαιρόμουν το σκαλιστό που τυχόν αποκτούσα, ακόμη και το ασημόχαρτο από το παραλληλόγραμμο κουτί "ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ".  Πόσο χαιρόμουν τις ημέρες των Χριστουγέννων όταν έβλεπα το ταψί με το σαραγλί που έφτιαχνε η μάνα μου και την φρουτιέρα με τα πορτοκάλια που τότε σημειωτέον ήταν γεμάτα κουκούτσια. Θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό όταν κρατούσα και δάγκωνα ένα φυρίκι Βόλου. Και βέβαια νηστεία όλη την σαρακοστή, τσαγάκι και ελίτσες και ψωμάκι φρυγανιά πάνω στην ξυλόσομπα. Όλη η Μεγάλη Βδομάδα κυλούσε μέσα στην εκκλησία και η πολυτέλεια η μεγάλη δεν ήταν ούτε τα καινούρια παπούτσια, ξεχάστε τα αυτά. Ήταν ο κινηματογράφος την Μεγάλη Τετάρτη με τα Πάθη του Χριστού. Έχω χύσει πολύ δάκρυ για τον Ιησού, όμως τώρα που το σκέφτομαι δεν θυμάμαι να μισώ τους Εβραίους, παρ’ όλο μια χαρά τραγουδούσα

Σήμερον  Μαύρο Σάββατο,
σήμερον Μαύρη Μέρα
σήμερον έβαλαν βουλή
οι άνομοι Εβραίοι κτλ.


Το μίσος μου στρέφονταν κατά των Ρωμαίων. Από μικρή δεν συμπαθούσα τα όπλα και οργανωμένο στρατό που υπακούει στην διαταγή «ΣΚΟΤΩΣΕ» Το βράδυ της Ανάστασης ανάβουμε ένα κεράκι και το πηγαίναμε στο σπίτι για να ανάψει η μάνα το καντήλι. Το σπίτι μύριζε καθαριότητα και κάτι χωριάτικα κουλούρια μεγάλα. Τα αυγά είχαν ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα από τα κρεμμυδότσουφλα και βέβαια την ημέρα της Λαμπρής υπήρχε στο τραπέζι αρνί μαγειρεμένο. Ήμουν χαρούμενη και ευτυχισμένη. 

Κομφούκιος
Τώρα καταλαβαίνω γιατί η ευτυχία είναι τόσο σπάνια στον κόσμο: οι ιδεολόγοι την τοποθετούν πολύ αψηλά , οι υλιστές πολύ χαμηλά, κι αυτή βρίσκεται δίπλα μας υψηλή ίσια με το μπόι μας. Δεν είναι θυγατέρα του ουρανού ή της γης είναι θυγατέρα του ανθρώπου .

Πλούταρχος
Τα 7 που δεν πρέπει να έχεις
Πλούτο χωρίς μόχθο
Πολιτική χωρίς αρχές
Απόλαυση χωρίς συναίσθημα
Γνώση χωρίς χαρακτήρα
Εμπόριο χωρίς ήθος
Επιστήμη χωρίς ανθρωπιά
Αγάπη χωρίς θυσία


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2005
Αυτό το καλοκαίρι το πέρασα με δυσκολίες. Αντιμετωπίζουμε τα προς το ζειν μόνο με την σύνταξη του Γιώργου επειδή άδειασε το ανώγειο διαμερισματάκι που νοικιάζαμε, έτσι ούτε λόγος για παραθέρηση (αλλαγή) όπως λέγαμε τις διακοπές όταν ήμουν παιδάκι. Έχουμε βρει την λύση εδώ και δύο τρία καλοκαίρια Πηγαίνουμε τέσσερα απογεύματα την εβδομάδα για κολύμπι σε κοντινή παραλία, τοποθεσία μαγευτική ΄΄Χρυσή αμμουδιά ΄΄την αποκαλούν οι παραθεριστές. Ξεκινάμε στις 5μμ στις 6μμ είμαστε δίπλα στην θάλασσα, ο πολύς ο κόσμος έχει φύγει, η θάλασσα είναι ζεστή και κάποιες φορές έχει κύμα και το κολύμπι γίνεται τότε παιχνίδι και οι ακτίνες του ήλιου είναι φιλικές εκείνη την ώρα, σε ζεσταίνουν χαιδευοντάς σε. 
Είμαι πολύ χαρούμενη γ’ αυτές τις 2-3 ώρες δίπλα στην θάλασσα και όπως είμαι ξαπλωμένη δίπλα στην ψάθα κάνω διαλογισμό ακούγοντας τον σιγανό παφλασμό της θάλασσας. Το μόνο που παίρνουμε μαζί μας είναι λίγο δροσερό νερό σε ένα θερμός και ότι μπαγιάτικο ψωμί έχουμε για να ταΐσουμε τους γλάρους. Λοιπόν εκεί κοντά στην δύση του ήλιου εμφανίζονται οι γλάροι, θαρρείς από το πουθενά. Πηγαίνει ο Γιώργος στην άκρη της θάλασσας σηκώνει τα χέρια ψηλά και πετά μπουκιές ψωμί στην θάλασσα. Μεμιάς οι γλάροι από 2-3 πολλαπλασιάζονται σε δεκάδες, πετάνε ψηλά και ζυγίζοντας τα φτερά τους χαμηλώνουν και αρπάζοντας το ψωμί υψώνονται πάλι. Το θέαμα είναι όμορφο, ήρεμο τόσο φυσικό. Σου μεταδίδει την ησυχία και την αρμονία της φύσης. Επιστρέφοντας νιώθω χαρά και ευγνωμοσύνη και απολαμβάνω όλη την διαδρομή βλέποντας την δύση του ηλίου. Έτσι και κολυμπάω στην θάλασσα που λατρεύω από παιδί, και βρίσκομαι στο σπίτι μου με όλες τις βολές μου. Είμαι υγιής, ήρεμη, ικανοποιημένη. Ευχαριστώ το Σύμπαν.


ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΟ 
Ο σύλλογος συνταξιούχων της ΕΤΕ διοργάνωσε ταξίδι στην Αθήνα για συνέλευση των μελών του και έτσι αποφάσισα να συνοδεύσω τον Γιώργο γιατί με τούτο και με το άλλο είμαι συνεχώς ταμπουρωμένη στο σπίτι. Η διαδρομή κύλησε πολύ καλά το πούλμαν ήταν καινούριο με ηλεκτρονικά όργανα και ο οδηγός άμεμπτος. Το ξενοδοχείο ήταν κάτω από την Ακρόπολη ο επάνω ακριβώς δρόμος ήταν η Αρεοπαγίτου. Φθάσαμε απόγευμα όμως ήμουν τόσο κουρασμένη που το μόνο που ήθελα ήταν να ξαπλώσω και να ξεκουραστώ. Το πρωινό στο ξενοδοχείο ήταν τόσο πλούσιο που βλέποντας τόσα καλούδια, άφθονα, αμέτρητα σκέφθηκα πως μικρό κοριτσάκι και επάνω στην ανάπτυξη το μόνο που μπορούσαν να μου παρέχουν οι γονείς μου ήταν τσάι με λίγο ψωμάκι. Είδα μπροστά μου τα εκατομμύρια των ανθρώπων στον κόσμο που δεν έχουν ούτε καθαρό νερό να πιούν, όχι όλα αυτά τα προϊόντα που βρίσκονται σε ατελείωτα τραπέζια με άσπρα τραπεζομάντηλα και Φαγιάνς τσαγέρες και φλιτζάνια. Πόση ανισότητα Θεέ μου !

Εγώ δεν είχα καμία σχέση με την συνέλευση των υπαλλήλων, έτσι αφού κάθισα λίγο στο σαλόνι χαζεύοντας τα μπουλούκια των Ευρωπαίων και Γιαπωνέζων που ταξίδεψαν για να δουν την Ακρόπολη και τον Ελληνικό πολιτισμό αποφάσισα να πάω με τα πόδια στο Ζάππειο να περάσω το πρωινό μου διαβάζοντας και περιμένοντας τηλεφώνημα του Γιώργου μετά το πέρας της συνέλευσης Τα τελευταία χρόνια όταν βρεθώ στην Αθήνα καθιερώσαμε το ένα γεύμα για το οποίο ξοδεύουμε να είναι στο IDEAL και τρώω κοτόπουλο α λα Μιλανέζ. Είναι μια πολυτέλεια που απολαμβάνω τα τελευταία χρόνια.


ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΣΚΥΡΟ
Την Σκύρο την ήξερα από τα κεραμικά ζωγραφιστά πιάτα της τα οποία αγόρασα κατά καιρούς όμως το αστείο είναι πως τώρα που την επισκέφθηκα δεν αγόρασα κάποιο πιάτο που ήθελα επειδή μου φάνηκαν ακριβά. Η διαμονή ήταν προσφορά συγγενούς που ήταν αποσπασμένος στο νησί και πήρε την άδειά του. Μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τα έξοδα της διατροφής μαγειρεύοντας τις περισσότερες φορές. Το ταξίδι μέχρι την Κύμη για να πάρουμε το καράβι ήταν κουραστικό, ίσως παραμεγάλωσα, αλλά πάνω στην θάλασσα ξαναβρήκα το κέφι μου παρ ’ότι ο Γιώργος είχε ένα ατυχηματάκι μέσα στο καράβι, έκλεισε μια πόρτα ίσως από τον αέρα πάνω στο πόδι του. Χτύπησε το κάτω μέρος και πονούσε πολύ. Βάλαμε πάγο μα ευτυχώς δεν υπήρχε κάταγμα. Όταν ηρέμησε του είπα πόσο τυχερός στάθηκε που δεν το έσπασε, πόση ταλαιπωρία και πόνο θα τραβούσε και μαζί του και εγώ. Τον φύλαξαν οι άγγελοι του ν΄ απολαύσει τις όμορφες μέρες στο νησί και να ξεκουραστεί. 
Το λιμάνι δεν έλεγε και πολλά όμως η χώρα αν και χτισμένη σχεδόν σε φαλακρούς λόφους ήταν μαγεία με το κάστρο της, τα διάφορα σπίτια και τα στενά δρομάκια με τις πολλές στροφές και τα πέτρινα σκαλοπάτια, αλλά ανηφορίζοντας και άλλα κατηφορίζοντας. Η θάλασσα μαγευτική και η αμμουδιά όνειρο στην τοποθεσία μαγαζιά και Μώλος. Όμως την Τρίτη μέρα άρχισαν κάτι μελτέμια που κράτησαν μέχρι το τέλος της παραμονής μας στο νησί. Η παραλία σχεδόν έρημη και τα κύματα θύμιζαν "Haway 5-0". Έτσι και αλλιώς θα βλέπαμε και τις άλλες πλευρές της Σκύρου όπως η Ατσίτσα που ήταν πευκόφυτη με έναν παραμυθένιο κολπίσκο της Καλογριάς που προφυλάσσονταν από ψηλούς βράχους και τις πρώτες μέρες σχεδόν ολόδικό μας. Ένα ταβερνάκι απλό μέσα σε δέντρα και καλαμιές υπόσχονταν πολλά. Κολυμπούσα και δίπλα μου σεργιάνιζαν πάπιες, θέαμα εξαιρετικό πάπιες στην θάλασσα! Βέβαια περισσότερο έφερνε σε λίμνη και τα τζιτζίκια χαλούσαν τον κόσμο με το τραγούδι τους και μια κατσίκα πήδησε πάνω από ένα φράκτη και κυριολεκτικά με ξάφνιασε η κουδούνα της. Πόση χαρά σκέφτηκα, εκφράζουν όλα αυτά τα πλάσματα και πόσα λίγα ζητούν από την φύση. Αντίθετα από τον άνθρωπο που μένει ανικανοποίητος με όσα πολλά καλά έχει στα πόδια του. 
Κι εκεί ξαπλωμένη στην ψάθα μου με χάιδευαν οι ακτίνες του ήλιου, με δρόσιζε το δυνατό αεράκι και άκουγα αχόρταγα τον σιγανό παφλασμό της θάλασσας και ευγνωμονούσα τον Δημιουργό που με θεώρησε άξια να απολαμβάνω όλα αυτά τα θαυμαστά. Στην εξοχή είναι ευκολότερο να έρθεις κοντά στο Θεό.


ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΤΣΑ 
Ένας ξάδελφος του Γιώργου πάντρεψε τον γιο του στην Κορυτσά από όπου κατάγεται αν και τα τελευταία 15-20 χρόνια μένει μόνιμα στην Θεσσαλονίκη. Στην Αλβανία κρατούν ακόμα τις παραδόσεις, προστέθηκε βέβαια η πολυτέλεια με την σχετική ευμάρεια που απέκτησαν δουλεύοντας στην Ελλάδα. Έμαθα λοιπόν πως οι νύφες στην Αλβανία φορούν δύο νυφικά, ένα στο γλέντι για το σόι της νύφης και ένα την Κυριακή στο γλέντι του γαμπρού. Έχουν διάφορα έθιμα που τα τηρούν σχετικά με τον κουμπάρο και με επισκέψεις από την οικογένεια του γαμπρού στην οικογένεια της νύφης και αντίστροφα. Θετικά στοιχεία της εκκλησίας στην Κορυτσά, ο στολισμός είναι στην δικαιοδοσία της και είναι ένας και ο ίδιος για όλους χωρίς διακρίσεις. Υπάρχει ησυχία κατά την τέλεση του Μυστηρίου, δεν επιτρέπεται να ρίξουν ρύζια, λουλούδια στους νεόνυμφους μέσα στην εκκλησία, αυτό γίνεται όταν βγαίνουν έξω στις σκάλες. Στον Ησαΐα παίρνουν μέρος και οι γονείς. Το ζευγάρι ήταν πολύ όμορφο, πολύ σοβαρό και στο γλέντι χόρεψαν μέχρι τελικής πτώσεως μια και ο γαμπρός άλλαξε 4 πουκάμισα. Εντυπωσιάστηκα από το λούσο των γυναικών στο γάμο οι οποίες άλλαξαν 3 τουαλέτες, για τις 3 εμφανίσεις, εγώ ένιωσα σαν φτωχός συγγενής. Κατά τα άλλα τα φέρνουν δύσκολα τι να πει κανείς!


ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΤΣΑ
Στην πλατεία ο Επίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος έκτισε το ναό της Αναστάσεως. Έτσι την Κυριακή πήγαμε στην λειτουργία. Αυτή η Μητρόπολη είναι ένας πολύ ωραίος ναός και εξωτερικά και εσωτερικά με περίτεχνο τέμπλο και επίσης τι πρωτοτυπία και ο κεντρικός πολυέλαιος και όλα τα άλλα φωτιστικά ξύλινα και σκαλισμένα με την ίδια τέχνη. Το ίδιο όμορφα ήταν και όλα τα καθίσματα και τα στασίδια, ο Δεσποτικός θρόνος και ο άμβωνας. Μου άρεσε πάρα πολύ η θεία λειτουργία από Διάκους και Παπάδες απέπνεαν ευλάβεια και με τις μελωδικές φωνές και με τις λιγνές κορμοστασιές τους. Υπήρχαν δύο ψάλτες που πλαισιώνονταν από μία χορωδία μαθητριών και φοιτητριών ωδείων. Η χορωδία ήταν πολυφωνική τέλεια με αγγελικές θα έλεγα φωνές και η μαέστρος ήταν άριστη . Ακούσαμε και κάποιες ψαλμωδίες στην Ελληνική . Εκείνο που με εντυπωσίασε ήταν το εκκλησίασμα . Ο ναός ήταν γεμάτος σχεδόν με λίγους ορθίους, χωρίς συνωστισμό με γαλήνη και τάξη. Όλο το εκκλησίασμα συμμετείχε στο «πιστεύω» και στο «πάτερ ημών».Μέσα σε αυτό τον Ναό ξαναβρήκα την πίστη μου. Και μόνο γι ‘αυτό άξιζε να κάνω το ταξίδι.


Παραθέτω το ποίημα του Άδμητου για την πίστη 

Πιστεύω στην γη 
Στην θάλασσα
Στον αέρα 


Στην σκόνη γεννέτηρα άστρων 
*********************************** 
Πιστεύω στην αντίσταση 
Που κάθε κεφάλι 
Μέσα του κρύβει 
**********************************
Πιστεύω στον άνθρωπο 
Θεός των Θεών πως είναι 
Οι πράξεις του μόνο ορίζουν 
Καλού ή κακού ιερέας 
Αν γίνει. 
********************************* 
ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΙ 


ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΩ 


Σ΄ανθρώπων ιδανικά 
Που ξεφτίζουν 
Στο διάβα της ζωής 


ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΧΙΟ
Στο αεροδρόμιο κοίταξα τους 52 συνταξιδιώτες μας και σκέφτηκα πόση πίστη και εμπιστοσύνη είχαμε για τους δύο συνανθρώπους μας με την στολή και τα καπέλα να εμπιστευόμαστε την ζωή μας στα χέρια τους. Βρεθήκαμε μέσα στο αεροπλάνο στριμωγμένοι στα σίγουρα όμως η προσδοκία πως η Χίος ήταν εκεί στο Αιγαίο ξαπλωμένη και μας περίμενε έκανε να φαίνονται όλα υποφερτά ίσως και συμπαθητικά. Το αεροπλάνο ανέβαινε και άφηνε ότι υπήρχε στην γη να μικραίνει και όπως λέει και ο Χατζής και το μεγαλύτερο παλάτι να φαίνεται σαν σπιρτόκουτο. Η μια ώρα πέρασε και είδα από πάνω το νησί της Χίου να κολυμπάει στα γαλάζια νερά του Αιγαίου. Και είδα ξανά ότι υπήρχε πάνω στην γη να μεγαλώνει και να παίρνει τις γήινες διαστάσεις. Το ταξί μας πήγε κατευθείαν στο Morning star ένα ξενοδοχείο σειράς με κλιματισμό και ανοιχτωσιά. Η θάλασσα μια ανάσα ευτυχώς με βότσαλα μεγάλα . Η βουτιά της πρώτης μέρας δεν έγινε, διότι το βραδινό σερβιριζόταν 7-9 και ήταν κοντά 7. Το βραδινό ήταν απογοητευτικό, μίζερο βλέπεις (Εργατική Εστία είναι αυτή) ελπίζαμε τις επόμενες μέρες να ήταν καλύτερο.

Το πρωί της επόμενης μέρας βρισκόμασταν στην παραλία στις 7.00 το πρωί . Όλη η θάλασσα δική μας με τους γλάρους να λικνίζονται νωχελικά μια και έλειπε η ενοχλητική γι αυτούς παρουσία του ανθρώπου. Γυρίσαμε εγκαίρως για το πρωινό που ευτυχώς ήταν σωστό. Προείχε η γνωριμία μας με την Χίο την πρωτεύουσα του νησιού. Τα αστικά λεωφορεία καινούρια με κλιματισμό όμως στους δρόμους πλήρης συμφόρηση από κάθε είδους τροχοφόρα. Μια βόλτα αναγνωριστική και κατατοπιστική μάς ήταν απαραίτητη. Περάσαμε από το κάστρο που όπως σε όλα τα μέρη ήταν οι φυλακές. Οι διάδρομοι έξω από το κυρίως κτίριο βρώμικοι μύριζαν κάτουρα μια και δεν μπορούν να κλείσουν τα περάσματα. Ο δρόμος που οδηγεί από την παραλία της Χίου στο αεροδρόμιο και μέχρι το Morning Star άνετος και το διαχωριστικό χάρμα οφθαλμών με τα παρτέρια πανανθισμένα. Τριγυρίσαμε μέσα στο πάρκο και βγάλαμε φωτογραφίες με φόντο τον Κανάρη τον Πυρπολητή. Είδαμε και χαζέψαμε την αγορά τους, ξεκουραστήκαμε σε ένα ξέφωτο με ένα αναψυκτικό. Το απόγευμα κάναμε την βουτιά μας και ευτυχώς το βραδινό ήταν ας πούμε βελτιωμένο.


ΜΠΑΝΙΟ ΣΤΟ ΛΙΘΙ
Με το ΚΤΕΛ ξεκινήσαμε για το Λιθί διασχίζοντας την Κεντρική Χίο για το δυτικό μέρος. Περνώντας από το χωριό Άγ.Γεώργιος που παραδόξως ο προστάτης Άγιος του είναι ο Άγιος Παντελεήμων ανέβηκε ένα τσούρμο 13-15 χρονών που πήγαιναν για μπάνιο και έδωσαν ζωή στο λεωφορείο και μας τρέλαναν με τα κινητά τους. Το Λιθί είναι ένας κόλπος με άμμο θυμίζει τοπίο Χαλκιδικής. Μετά το μπάνιο στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι ήπιαμε ούζο και φάγαμε σαρδέλες ψητές, σαλάτα χωριάτικη με ψωμί νοστιμότατο ολικής. Η επιστροφή μας φάνηκε γρηγορότερη και λίγο δροσερότερη.


ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΤΑΣΗ ΜΕΣΤΑ –ΠΥΡΓΙ
Ξακουστά και τα δύο χωριά ανά τον κόσμο. Το δρομολόγιο 13.30 ζέστη ανυπόφορη , παλιά λεωφορεία τι να σου πω μεγαλείο σκέτο. Όμως με τα μέσα μεταφοράς έρχεσαι σε επαφή με τους ντόπιους για να καταλάβεις τις ζωές τους και τον τρόπο σκέψεις τους. Τα Μεστά είναι μια Μεσαιωνική πέτρινη πολιτεία με καμάρες και ταράτσες που επικοινωνούν μεταξύ τους, πολλές στοές με πέτρινα δρομάκια .Βρεθήκαμε τυχαία στα σκαλιά μιας εκκλησίας που ήταν ανοιχτή με αυλή με καμάρες και πολλά λουλούδια. Ανεβήκαμε να πάρουμε μια ανάσα από την ζέστη και να προσκυνήσουμε και μάθαμε πως ήταν ο Ταξιάρχης ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Μέσα το τέμπλο έργο τέχνης θα΄ λεγα Θεόπνευστης, πήραμε μια δύο στάσεις το τέμπλο και την ασημένια εικόνα τον Μιχαήλ που είτε αριστερά ήσουν είτε δεξιά το βλέμμα του σε ακολουθούσε. Μας εξήγησαν πως αυτή η εκκλησία, που σημειωτέον ήταν ένα κόσμημα, ήταν σχετικά καινούρια και υπήρχε η πρώτη εκκλησία δεν θυμάμαι πόσων αιώνων, που όταν οι Τούρκοι κατέστρεψαν την Χίο,την έκαψαν όμως για κάποιο λόγο το Τέμπλο που ήταν σκαλισμένο με λεπίδι σε ξύλο σώθηκε. Ο τεχνίτης το δούλευε επί 35 χρόνια και αναπαραστούσε την ζωή του Χριστού από την γέννηση μέχρι τον θάνατο. 
Μας είπαν πως υπήρχαν 500 μόνιμοι κάτοικοι που κατοικούν σε αυτά τα σπίτια, όμως πολλά είναι εγκαταλελειμμένα και ετοιμόρροπα μια και οι ιδιοκτήτες τους είναι ξενάκια σε Αμερική - Αυστραλία και όπου αλλού. Γυρίσαμε πίσω να δούμε το Πυργί , το ζωγραφιστό χωριό όπως το ονομάζουν. Πολύ όμορφο χωριό με ανηφόρες με κατηφόρες και προσόψεις ζωγραφισμένες με γεωμετρικά σχέδια. Καθίσαμε με χαρά σε καφενεδάκι με ψάθινες καρέκλες . Ο καφετζής ηλικιωμένος και φωνακλάς. Παρήγγειλε ο Γιώργος μια μπύρα και εγώ ένα υποβρύχιο μαστίχας καλέ τι άλλο! Στην Χίο βρισκόμασταν. Σε όλη την διαδρομή βλέπαμε τα μαστιχόδεντρα αδελφωμένα με τα λιόδεντρα. Τα μαστιχόδενδρα είναι ένα χαμηλό δέντρο με χοντρό κορμό και κλαδιά . Ήταν η εποχή που τα πληγώνουν για να τρέξει η μαστίχα που είναι μοναδικό προϊόν στον κόσμο και το χρησιμοποιούν στην μαγειρική, οινοποιία , κοσμετολογία και σε πολλούς άλλους τομείς . Είναι πολύ ακριβό προϊόν γιατί είναι ελάχιστο . Τυχεροί οι Χιώτες που το έχουν. Η Χίος είναι ένα πλούσιο πολύ όμορφο νησί.


ΒΡΟΝΤΑΔΕΣ  -  ΝΑΓΟΣ   
Το χωριό Βροντάδες είναι ξακουστό για την φασαρία που κάνουν οι δύο ενορίες το Πάσχα. Τα ‘χουμε δει στην τηλεόραση. Είμαστε Β.Ανατολικά και να ΄μαστε στο Ναγός. Ένας καταπληκτικός κόλπος με ψηλά βότσαλα και βαθιά καθαρή θάλασσα σαν το Καλαμίτσι της Χαλκιδικής. Η θάλασσα απόλαυση και ο ήλιος απειλητικός. Η ζέστη μας ταλαιπώρησε περιμέναμε το λεωφορείο της γραμμής στην τοποθεσία «Νερά» πόσιμο δροσερό νερό, σημειωτέον πως στην Χίο πίνουν εμφιαλωμένο. Καθόμασταν κάτω από πελώρια πλατάνια και τα τζιτζίκια έκαναν απίστευτη φασαρία και σκέφτηκα καλέ έντομα είναι και είναι τόσο χαρούμενα ζώντας την κάθε μέρα και εμείς η άνθρωποι που έχουμε τόσα και τόσα θα’ πρεπε να είμαστε ευγνώμονες στον Δημιουργό, χαρούμενοι για την κάθε μέρα και να δίνουμε χαρά και στους γύρω μας.


ΘΑΣΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ  
Ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητό μας νωρίς το πρωί για να πάρουμε το Ferry boat από την Κεραμωτή. Ο καιρός ζεστός, το λιοπύρι σε χτυπούσε αλύπητα .Στο πλοίο ανέβηκα στο κατάστρωμα να αναπνεύσω τον αέρα της θάλασσας και να χαζέψω τους συνταξιδιώτες μου. Μόλις βγήκαμε από το λιμάνι μας ακολούθησαν εκατοντάδες γλάρων που ήξεραν ότι θα τους ταΐζανε και έκαναν πολύ φασαρία. Τα παιδιά τρελάθηκαν από χαρά όταν διαπίστωσαν πως οι γλάροι έπαιρναν το ψωμί , τα μπισκότα ακόμη και τσιπς από τα χέρια τους. Η διαδρομή δεν κράτησε πολύ, και βρεθήκαμε στο δρόμο για την περιοχή «ΑΣΤΡΙΣ» κόντευε μεσημέρι πήραμε το κλειδί και πήγαμε να τακτοποιηθούμε το ξενοδοχείο που ήταν κτισμένο σε μια πλαγιά λόφου με λιόδεντρα και άλλα δέντρα και παρτέρια με λουλούδια. Το εστιατόριο άνετο συμπαθητικό και μύριζε όμορφα σαν να ήσουν στην κουζίνα του σπιτιού σου. Δεν έπεσα έξω το φαγητό ήταν πολύ καλό τρία διαφορετικά πιάτα το τρίτο φρούτο ή γλυκό και η σαλάτα φρεσκοκομμένη. Πληρώναμε μόνο το ποτό. Δεν χάσαμε το μπάνιο το οποίο απολαύσαμε το απόγευμα στην κοντινή παραλία με χοντρή άμμο. Μας ξύπνησαν τα κελαηδίσματα των πουλιών . Από το μπαλκόνι η θέα ονειρική να ξεκουράζεται το μάτι σου στο γαλαζοπράσινο της ελιάς και στο βαθύ πράσινο των πεύκων και των άλλων δέντρων. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τραβηγμένη την κουρτίνα χάζευα απέναντι το βουνό και χαίρονταν η ψυχή μου την ησυχία και αρμονία της φύσης. Τις επόμενες μέρες πηγαίναμε στη θάλασσα το πρωί ενώ το απόγευμα εξερευνούσαμε τα πέριξ. Έτσι κάναμε βόλτα στον Ποτό και καθίσαμε δίπλα στην θάλασσα. Το δεύτερο βράδυ πήγαμε στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου που είχε οργασμό οικοδόμησης. Την Τρίτη βραδιά πήγαμε στα Λιμενάρια και φάγαμε σαρδέλα και γαύρο δίπλα στο κύμα. Στην παραλία ήταν αγκυροβολημένα όμορφα καΐκια που έκαναν τοπικές κρουαζιέρες. Την τελευταία βραδιά πήγαμε στο Θεολόγο, ένα ορεινό χωριό, όμορφο, καθαρό παραδοσιακό γεμάτο ταβέρνες. Καθίσαμε σε μια οργανωμένη ταβέρνα με εξώστη και παραγγείλαμε αρνάκι μπουτάκι και κρασί βαρελίσιο πολύ καλό. Την Κυριακή είχαμε επιστροφή στην οποία ζήσαμε την ίδια εικόνα με τους γλάρους και τα παιδιά να τους ταΐζουν.


ΝΙΚΟΛ   
Και το όνομα αυτής ΝΙΚΟΛ. Ακόμα θυμάμαι την μέρα που γυρίσαμε από τις διακοπές μας στο νησί της Σαμοθράκης αντίκρισα για πρώτη φορά την Νικόλ. Ένα γατάκι 6 μηνών περίπου με μαύρο μακρύ μαλακό τρίχωμα, άσπρα πατουσάκια και άσπρο σαγόνι με τέλειο στρόγγυλο πρόσωπο με μικρά αυτάκια και δύο υπέροχα πράσινα μάτια. Ο δεύτερος γιος την βάφτισε Νικόλ επειδή εκείνη την εποχή μάθαινε την Γαλλική μαζί μου. Την μάζεψα πάνω από ένα κάδο απάντησε στο ερωτηματικό βλέμμα μου ο γιος μου. Χαμογέλασα αχνά, τι στο καλό σκέφτηκα δεν μπορούμε να ταΐσουμε μια γάτα? Που να ήξερα τι με περίμενε…. Αυτή η γάτα μόλις εγκαταστάθηκε και ερωτεύτηκε την νέα της κατοικία μας άλλαξε το αδόξαστο. Μετά λίγες βδομάδες μια μέρα άρχισε η Νικόλ να νιαουρίζει εκνευριστικά όλο το 24ωρο με συνέπεια να στερηθούμε ακόμα και τον ύπνο. Καταλάβαμε πως ήθελε ζευγάρωμα, έκλεισα τις μπαλκονόπορτες για να μην ξεπορτίσει και νόμιζα πως ήταν κάτι που θα περνούσε. Παιδί της πόλης δεν γνώριζα πολλά γι αυτό το θέμα.. Το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί με στείρωση, έτσι απευθύνθηκα στο σπίτι της γάτας που ένα γκρουπ από νεαρές κτηνιάτρους από το εξωτερικό που κάναν στειρώσεις με μια μικρή οπή και μαζί με την νάρκωση δίναν και την αντιβίωση και κόβαν λίγο το ένα αυτάκι, αναγνωριστικό της στείρωσης. Στην συνέχεια άλλες τρεις γάτες αδέσποτες να μην γεννούν και σκοτώνονται τα μικρά από ανθρώπους και αυτοκίνητα.

Η Νικόλ αποδείχθηκε σκέτος μπελάς. Αν και υπήρχε η τουαλέτα της μέσα στο σπίτι και στην ταράτσα, επέμενε να σκαλίζει και να καταστρέφει τα λουλούδια στις μεγάλες γλάστρες και στις ζαρντινιέρες. Λύθηκε το πρόβλημα με πλαστικό πλέγμα. Η Νικόλ ήταν πολύ έξυπνη, είχε εξαιρετική αντίληψη και ανακάλυψα πως μας μιλούσε. Έκανε διαφορετικά νανουρίσματα ανάλογα με τις περιστάσεις. Όταν ήταν κλεισμένη έξω για πολύ ώρα και της άνοιγες σε κοιτούσε στα μάτια έπαινε φουριόζα και σου φώναζε νιαρ-νιαρ-νιαρ. Αν κλεινόσουν μαζί της σε ένα δωμάτιο και ήθελε να βγει πήγαινε στην γωνία του καναπέ και έξυνε τα νύχια της ενώ είχε ειδικό εξοπλισμό γι αυτό. Αργότερα κατάλαβα πως ήταν καθαρός εκβιασμός για να της ανοίξεις να φύγει. Εκτός από αυτά ήταν και βουλιμική. Έτρωγε και αμέσως μετά έκανε εμετό. Ήταν στην ημερήσια διάταξη και ανακάλυψα πως έπινε νερό από την λεκάνη ενώ υπήρχαν δύο τρία δοχεία καθαρό νερό σε διάφορα σημεία . Εγώ είχα την φροντίδα να την βουρτσίσω και να καθαρίζω από τις τρίχες τις γωνιές που κάθονταν, την τάιζα, όμως η Νικόλ είχε αδυναμία στον Γιώργο που της έδινε διάφορα σνακς, δεν την μάλωνε έτσι τον κοιτούσε με λατρεία στα μάτια σαν γκόμενα και του μιλούσε χαϊδευτικά ενώ σηκωνόταν στα πισινά της πόδια και με τα μπροστινά του έγνεφε.


Σε μια έξοδό της η Νικόλ πιάστηκε σε καβγά με άλλη γάτα που την δάγκωσε την ουρά πολύ άγρια και έτσι έμεινε μαραμένη μέσα στο κλουβί της , την πήγαμε εγκαίρως στον γιατρό και έτσι δεν έχασε την υπέροχη φουντωτή ουρά. Παιδευτήκαμε πάνω από ένα δεκαήμερο γιατί ήταν δύσκολο να δίνεις αντιβίωση σε γάτα που από την φύση της είναι ανεξάρτητη, πόσο μάλλον η Νικόλ! Τα χρόνια περνούσαν για μας και την Νικόλ. Λίγες γάτες κυκλοφορούσαν στο στενό, κάτι καλοί άνθρωποι, της είχαν δηλητηριάσει. Και την Νικόλ ένας γείτονας πολύ κακό άτομο την δηλητηρίασε με ένα κομμάτι σαλάμι πασπαλισμένο με φυτοφάρμακο, κι είδαμε την Νικόλ να χτυπιέται και να βγάζει αφρούς από το στόμα να φωνάζει απελπισμένα, την χώσαμε στο κλουβί και με εκατό φτάσαμε στον κτηνίατρο. Της έκανε πλύση στομάχου, της έδωσε αντίδοτο του δηλητηρίου, της έβαλε ορό και όπως ήταν αναίσθητη την παρέδωσε και αν έβγαζε την νύχτα να πάμε την επόμενη να βγάλει τον ορό. Κρατήσαμε βάρδια για τον ορό όμως η Νικόλ ήταν αγωνίστρια και άντεξε. Περνούσε ο καιρός παρέα με τον δύστροπο χαρακτήρα της όμως υπήρχαν και στιγμές που σου χάριζε το γέλιο. Το καλοκαίρι μέσα στο λιοπύρι η Νικόλ ξάπλωσε στο μωσαϊκό του μπαλκονιού και χάζευε τα πουλιά που κάθονταν στην ροδιά και βέβαια δεν τα έφτανε όμως έβγαζε ένα ιδιόρρυθμο ήχο ε… .κε ….κε κάτι τέτοιο σαν να μονολογούσε ε και να ήσασταν λίγο κοντύτερα και θα σας κανόνιζα. Η ζωή κύλησε με όλα της τα απρόοπτα ευχάριστα ή μη. 
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 2008 που η Νικόλ είναι τόσο άρρωστη σε μια γωνιά και σέρνεται. Την φροντίζει ο γιος μου στο ανώγειο. Η Νικόλ δεν έτρωγε μόνο νερό έπινε δεν περπατούσε μα σερνότανε. Ο γιος μας την έκανε αιματολογικές εξετάσεις υπέρηχους και δεν ξέρω τι άλλο. Ξέρω πως πλήρωσε πάνω από 300 € και οι εξετάσεις έδειξαν προβλήματα νεφρών συκώτι και αποφασίσαμε να περιμένουμε την εξέλιξη. Ο γιατρός έδωσε κορτιζόνη και ειδική διατροφή και έτσι η γάτα μας πήρε παράταση ζωής 14 μήνες. Φτάσαμε στον Αύγουστο του 2009 δεν αντέχαμε ούτε την ταλαιπωρία, ούτε τα έξοδα, η νεφρική ανεπάρκεια δεν αντιμετωπιζόταν, έτσι η Νικόλ έφυγε με ευθανασία. Αυτό το γατί με παίδεψε πολύ , κοντά 16 χρόνια όμως δεν το κρύβω πως έκλαψα για την Νικόλ και πως πολλές φορές νιώθω την απουσία της γιατί η Νικόλ ήταν ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ.


ΚΛΟΣΑΡ
Η Νικόλ συγκατοικούσε με μια σκυλίτσα, ημίαιμη κανίς και αυτή την μάζεψε ο γιος μας από το δρόμο ένα βαρύ χειμώνα που έπεσε πολύ χιόνι. Την βαφτίσαμε κλοσάρ δηλαδή άστεγη. Ήταν ταλαιπωρημένο ζώο ίσως γι ‘αυτό ήταν καλόβουλη όμως είχε την φροντίδα της και τα έξοδά της εμβόλια, λούσιμο, κούρεμα βόλτα πρωί- βράδυ. Δεν θυμάμαι την πρώτη ή την δεύτερη χρονιά μας ξέφυγε για λίγο με αποτέλεσμα να μας γεννήσει 4 πανέμορφα κουτάβια και παίρνοντας το μάθημά μας της κάναμε στείρωση. Κυλώντας ο χρόνος η Κλοσάρ όπως και εμείς γερνούσε και μαζί με τα γηρατειά ήρθαν και οι αρρώστιες . Έπεφτε το τρίχωμα της, έκανε εμετούς και είχε ακράτεια. Κόντεψα να χάσω την μπάλα πλένοντας χαλιά, πατάκια κπλ. ώσπου για να μην συγχύζομαι έγδυσα το σπίτι για να καθαρίζεται εύκολα. Ο γιατρός είπε πως κάποια στιγμή θα πάθαινε εσωτερική αιμορραγία όμως ο χρόνος άγνωστος. Η θεραπεία με φάρμακα κανονικά, όμως ούτε έβλεπε ούτε άκουγε. Στο ανώγειο έμενε ο γιος μας και η Κλοσάρ μετακόμισε εκεί μια και ήταν ευκολότερη η πρόσβαση στο δρόμο. Σκέφτηκα πως φροντίζοντας το ζώο που μάζεψε και ζώντας το αργότερα ίσως αποφάσιζε την ευθανασία βλέποντας πόσο υποφέρει η γριά Κλοσάρ. Δεν χρειάστηκε όμως λίγες μέρες απείχε από φαί, έκανε εμετό και την επόμενη μέρα την πήρε αγκαλιά και την πήγε στον γιατρό και η Κλοσάρ πέθανε στα χέρια του. Την έβαλε σε ένα χάρτινο κουτί και άρχισε ο αγώνας να βρεθεί οικόπεδο εξοχικού για να την θάψει. Ευτυχώς τον βοήθησε ένας φίλος του να κάνει το καθήκον του στην Κλοσάρ. Ορκίστηκα πως δεν θα ξαναβάλω ζώο μέσα στο σπίτι. Είναι μεγάλη ευθύνη και δέσμευση. Πρέπει να την έλουσα τα 16 αυτά χρόνια να της καθάρισα τα μάτια εκατοντάδες φορές και χίλιες φορές την χάιδεψα. Μέχρις εδώ όμως.


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2012
Στην ζωή των περισσότερων Ελλήνων έχουν αλλάξει πολλά την τελευταία τριετία. Στην δική μου οικογένεια τα πράγματα είναι δύσκολα επειδή επιβιώνουμε με μια σύνταξη και τα δύο μας παιδιά τα φέρνουν δύσκολα. Ο χωρισμός του μεγάλου μας γιού μας φόρτωσε με επιπλέον προβλήματα που επιβάρυναν και την σωματική και την ψυχική μας υγεία . Εν πάσει περιπτώσει δεν σκέφτηκα πως θα έκανα διακοπές οποιουδήποτε είδους. Εξοχικό δεν υπάρχει. Η αίτηση που κάναμε για τις διακοπές που μπορούσαμε να κάνουμε στις κατασκηνώσεις του ΤΥΠΕΤ στην Χαλκιδική δεν κληρώθηκε και το είχαμε πάρει απόφαση πως ο κοινωνικός τουρισμός μας τελείωσε. Το καλοκαίρι αφόρητα ζεστό, έχουμε βέβαια κλιματισμό, όμως όπως σε όλα μας και αυτό το χρησιμοποιούμε με μέτρο. Φέτος ζέστη, ζέστη πολύ και μου έτυχε να πρέπει να αλλάξω μια γέφυρα μεγάλη 5 δοντιών. Αντιμετώπισα ένα χειρουργείο για να αποκαλυφθεί ότι μπορούσε από το μπροστινό κυνόδοντα, πόνος αντιβίωση και υπομονή. Τα περισσότερα ραντεβού στο ΤΥΠΕΤ μεσημέρι, με λεωφορεία γεμάτα ιδρωμένους, ταλαιπωρημένους από κάθε άποψη ανθρώπους. Άσε που κυκλοφόρησα σχεδόν 2,5 μήνες χωρίς να τολμώ να γελάσω, βλέπεις έλειπε όλη η δεξιά πλευρά, αλλά έκανα υπομονή. Ένα τριήμερο το περάσαμε στην Χανιώτη δηλαδή έκανα τρία μπάνια, όμως δεν ευχαριστήθηκα την διαμονή για πολλούς λόγους. Η υπεύθυνη για τις διακοπές στις κατασκηνώσεις μας υποσχέθηκε να μας ειδοποιήσει για τυχόν κάποιας ακύρωσης, όμως μας ξέχασε μάλλον γιατί εντελώς τυχαία τηλεφωνήσαμε στην Αθήνα και μάθαμε πως υπήρχε μια ακύρωση από 18/8 έως 25/8 την οποία ο Γιώργος αμέσως έκλεισε! Έχω μια κουμπάρα που έχει τον πλήρη έλεγχο στην οικογένειά της και κατά την γνώμη μου πολύ καλά κάνει που λέει «με αγαπάει ο καλός Θεούλης γι αυτό και για κείνο». Λοιπόν φαίνεται πως κι εγώ είμαι αγαπητό παιδί του Σύμπαντος, γιατί πέρασα πολύ ήσυχα και ξεκουράστηκα στην Σάνη. Μια αναπνοή δρόμος η θάλασσα, ο τόπος καταπράσινος με πανύψηλα δέντρα, γκαζόν, πισίνες, γήπεδα. Το πρωινό των δύο ατόμων τόσο πλούσιο που βολεύαμε και το βραδινό, και το μεσημεριανό καλομαγειρεμένο. Ησυχία για διάβασμα και διαλογισμό ανακαλύψαμε και τρεις τέσσερις συκιές, μια χαρά την βολέψαμε 7 μέρες με 300 € και όχι πολλά έξοδα για βενζίνη.


ΔΙΑΚΟΠΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ  
Εκείνες ακριβώς τις μέρες ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση πως ο κοινωνικός τουρισμός δίνει κουπόνια, τα δικαιούμασταν, κινηθήκαμε γρήγορα και κλείσαμε 6 μέρες στην Ουρανούπολη στο ξενοδοχείο «Ηλιοβασίλεμα» ονομασία ρομαντική «Sunset» επί το Ελληνικότερο. Με τον υπεύθυνο που μίλησα του είπα πως είμαστε άνθρωποι της πόλης των 70… φεύγα όπως λέει χαριτολογώντας ο γιος μας και θα θέλαμε να έχει θέα το δωμάτιο, όχι να βλέπουμε το απέναντι μπαλκόνι. Και η απάντηση ήταν : Kυρία μου βλέπετε Ουρανούπολη και θάλασσα πιάτο μπροστά σας. Και ήταν έτσι ακριβώς και κάτι περισσότερο με λόφους λιόδεντρα, θάμνους ,πεύκα, σωστός παράδεισος. Το ξενοδοχείο χτισμένο σε ένα λοφάκι, ένα χιλιόμετρο από τα τελευταία σπίτια του χωριού και ακριβώς κάτω από τον δημόσιο δρόμο, μια κατηφοριά απότομη σε έβγαζε σε ένα κολπάκι καθαρό, γεμάτο μικρές βαρκούλες στα βαθιά. Το ξενοδοχείο καθαρό ,το δωμάτιο ευρύχωρο μπάνιο καθαρό και ανοίγω την μπαλκονόπορτα και τα παντζούρια και μου κόβεται η αναπνοή από την θέα. Αριστερά μου δύο τρία λοφάκια γεμάτα δέντρα, απέναντι από το ξενοδοχείο το αίθριο με αναπαυτικούς καναπέδες και πολυθρόνες ,να παίρνεις τον καφέ ή το πρωινό σου αν ήθελες και χαμηλά απλωνόταν το χωριό χωρίς πολυκατοικίες με τον Πύργο του που είναι Μουσείο ,τώρα πολύ καλοδιατηρημένο και μια θάλασσα λάδι με 100-200 βαρκάκια να λικνίζονται μία εικόνα θαρρείς ψεύτικη. Τα πρώτα 3 μπάνια τα έκανα στον κόλπο όμως τις υπόλοιπες μέρες πηγαίναμε για μπάνιο στην Ιερισσό, μια θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι μια ακρογιαλιά με χοντρή άμμο που δεν λερώνεται. Τρελάθηκα από την χαρά μου. Ξαπλώστρες για όλη την ημέρα, πληρώνοντας τα φραπεδάκια μας και ένα μικρό νερό 2,5 € το άτομο. Τέλεια κατάσταση. Φεύγαμε όταν πια κουραστήκαμε. Δεν μας απασχόλησε πολύ το φαΐ που το απολάμβανες δίπλα στο κύμα. Τρώμε και τα καλύτερα σπίτι μας. Ήταν μια απόλαυση 6 ημερών αξέχαστη στην Ουρανούπολη. Ευχαριστώ τον Δημιουργό που προσφέρει τόση ομορφιά στον άνθρωπο. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που το έζησα.


ΘΥΣΙΑ ΠΑΤΕΡΑ  
Παίρνοντας αφορμή από είδηση που είδα στην ΤV που ένας πατέρας είπε τώρα στις ημέρες της κρίσης πως εγώ αντέχω την πείνα μα δεν μπορώ να βλέπω τα παιδιά μου να πεινούν. Λοιπόν όταν η μάνα μου ήταν 8 χρονών και ζούσε στην Κερασούντα του Πόντου ο πατέρας της που ήταν χήρος με 5 κορίτσια πολύ πριν τον Μικρασιατικό πόλεμο με την προτροπή Τούρκων φίλων αποφάσισε να φύγει για την Ρωσία αφήνοντας μεγάλη περιουσία και μια καλή ζωή. Αποφάσισε και φόρτωσε 6 μουλάρια, όση κινητή από την περιουσία του μπορούσε και έφυγε να σωθεί ο ίδιος και τα κορίτσια του. Κατά την διάρκεια της διαδρομής όμως οι Τούρκοι σιγά σιγά με την απειλή όπλων μαχαιριών τους έγδυσαν ώσπου δεν είχαν να φάνε. Ο παππούς όταν έβρισκε τροφή άφηνε να φάνε τα παιδιά του και έμενε νηστικός ώσπου σε ένα χωριό λιποθύμησε. Τότε η οκτάχρονη μάνα μου χτύπησε την πόρτα ενός Τούρκου και στην Τουρκάλα που της άνοιξε της είπε πως ο πατέρας της πεθαίνει από πείνα και αυτή θα της σκούπιζε την αυλή της αν ταΐζε τον πατέρα της, γιατί χρήματα δεν είχε. Η Τουρκάλα της έδωσε ένα ψωμί και ένα δοχείο αριάνι και την συμβούλεψε να του δίνουν λίγο-λίγο για να συνέλθει αλλιώς θα τον πείραζε. Τούρκοι ήταν αυτοί που τους λήστεψαν, Τουρκάλα ήταν αυτή που έσωσε τον παππού μου τον Λευτέρη που δεν γνώρισα.

Παραθέτω ένα ποίημα του 'Άδμητου'  για τον άνθρωπο και τον Θεό

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ 


Είχα βαρεθεί την σταθερή απάντηση 
Που έπαιρνα σε κάθε μου ερώτηση 
Διαφώνησα με την λογική των πολλών 
Αρνήθηκα την καθησύχαση 
Μα και το φόβο της τιμωρίας 


Ωστόσο όλα ήταν τέλεια μελετημένα 
Εκατοντάδες χρόνια τώρα,το ίδιο μοτίβο 
Έτσι αναγκάστηκα να συμφωνήσω διαφωνώντας 


Ναι! Ο Θεός έφτιαξε την γη 
Το ηλιακό μας σύστημα 
Την χλωρίδα και την πανίδα 
Ναι! Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο 
Και το αγάπησε και τον πρόσεξε 
*********************************** 
Μα τώρα δεν υπάρχει ο Δημιουργός 
Γιατί όταν είδε 
Πως μεταχειρίστηκαν οι άνθρωποι 
Τον Θείο λόγο 
Όταν πληροφορήθηκε τον ρόλο 
Των πιστών του στην γη 
Επαναστάτησε 


΄΄ Δεν μπορεί στο όνομά μου 
Να συμβαίνουν αυτά ΄΄ 


Αυτό είπε 
Και για να διαμαρτυρηθεί 


Αυτοκτόνησε ….. 


Και ένα για την Ελλάδα, την πατρίδα.
ΟΡΚΟΣ 

Σε κείνους που πέσαν 
Με τ’ όνομά σου στα χείλη 
Στην νεολαία σου 


Στους ΄΄ Γρηγόρηδες΄΄, των Δημοτικών 
Και των Γυμνασίων 
Στα χέρια τους με τις πέτρες 
Και τις προκηρύξεις. 
***************************** 
Για κείνα τα παιδιά , 
Που τρώγαν ξύλο 
Και νερό στις διαδηλώσεις…. 


Κρατώντας τα πανό 
Και τις σημαίες 
******************************** 
Στον λαό σου τον μοναδικό, 
Που σαν εκατοντάδες χρόνια 
Να ζει παλιά 
Γνώρισε την βία 


Το τσεκούρι και την φωτιά 
Του Μογγόλου Ατίλλα… 
Στα νειάτα 
Που με το όπλο 
Υπερασπίστηκαν 
Την θεική σου ομορφιά 
Της Αφροδίτης γη 
***************************
Ένα μόνο εμείς,
Η νέα γενιά 
Μπορούμε να πούμε… 
***************************** 
ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ 
Και θα ορκιστούμε 
Να ξαναζήσεις σύντομα 
Χρόνια του 59 
***************************** 
Δεν είναι που μάτωσε 
Η Μάνα το 74 
Είναι που αφήσαμε 
Την πληγή ανοιχτή 
**************************** 
Είναι που διαπραγματευόμαστε 
Το Αιγαίο 
Λες και μπορεί ποτέ
Να το χωρίσουμε 
****************************** 
Είναι που δεν θυμόμαστε , 
Πόσες γραμμές γαλάζιες 
Και πόσες άσπρες 
Έχει η σημαία μας 
******************************** 
Είναι που το καλημέρα 
Το λέμε 
΄΄ good morning ΄΄ 


Δεκέμβριος 2012
        Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος αρχές Νοεμβρίου έκανα το αντιγριπικό εμβόλιο στο Τ.Υ.Π.Ε.Τ. Ο χειμώνας του 12-12 είναι γεγονός ότι δεν ήταν ιδιαίτερα βαρύς, όμως ήταν μακρύς γιατί άρχισε νωρίς και με πολλή υγρασία, έριξε πολύ νερό ο ουρανός και η Θεσσαλονίκη έχει πάντα υγρασία.  Η χρονιά του 12 ήταν φορτισμένη με το τέλος του κόσμου με προφητείες και άλλα τέτοια κατ΄εμέ φαιδρά. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πότε θα έρθει το τέλος το δικό του , πόσο μάλλον το τέλος του κόσμου. Έτσι η 21η Δεκεμβρίου ήρθε και πέρασε και η ζωή συνεχίστηκε και εμείς στην οικογένεια γιορτάσαμε την χρυσή επέτειο των πενήντα χρόνων γάμου στις 25 Δεκεμβρίου 2012. Ο δεύτερος γιος μας είχε κλείσει τραπέζι για την οικογένεια σε restaurant στο κέντρο της πόλης , στο «Συμφωνία» και για το βράδυ έξοδο στο θέατρο σε παράσταση του Κρατικού Θεάτρου «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου. Πάντα την ημέρα των Χριστουγέννων την γιορτάζουμε οικογενειακώς γιατί συμπίπτει και με την επέτειο γάμου μας. 

Ο γιος μας που ζει τις μισές μέρες της εβδομάδος στην Θεσσαλονίκη και τις μισές στην Αθήνα, όπου έχει μία σοβαρή σχέση έφυγε για να περάσει την Πρωτοχρονιά με την σύντροφο του. Δεν φανταζόμουνα πόσο δύσκολα θα περνούσα μία γρίπη που άρπαξα που ξεκίνησε με βήχα, εξελίχθηκε με πυρετό υψηλό που δεν κατέβαινε παρά με αντιπυρετικά, όμως το πολύ ανησυχητικό ήταν ο συνεχείς εξοντωτικός βήχας που δεν με άφησε να αναπνεύσω. Η δεύτερη ημέρα του χρόνου είναι εργάσιμη έτσι πήγα στο ΤΥΠΕΤ και με εξέτασε ο καρδιολόγος του Ταμείου Κος Ψηλογένης Χ που αξίζει να γράψω το όνομα του γιατί αν υπήρχανε εκατό γιατροί σαν και αυτόν σε επιστημοσύνη και σε ανθρωπιά σίγουρα η νοσηλεία στην πατρίδα μας θα είχε άλλο πρόσωπο. Με έστειλε για ακτινογραφίες μου έδωσε την κατάλληλη αγωγή και ενδιαφέρθηκε να τηλεφωνήσει στο σπίτι δύο φορές για την πορεία της θεραπείας. Όμως φαίνεται πως δεν με βοηθά και η ηλικία και οι ταλαιπωρίες που πέρασα μέχρι σήμερα , έτσι άργησε πολύ να’ ρθει η ανάρρωση που χωρίς την βοήθεια του Γιώργου δεν ξέρω εάν θα την αντιμετώπιζα. Τελικά με εισπνεόμενη κορτιζόνη μπόρεσα να συνεχίσω την ζωή μου , κατέληξα να κάνω το εμβόλιο του πνευμονόκοκκου μου δημιούργησε ένα τοπικό πρόβλημα φλεγμονής στον βραχίονα γιατί μικρή είχα περάσει αδενοπάθεια όμως με τον καιρό και υπομονή αντιμετωπίστηκε. Και εκεί που πήγα να πω δόξασι ο θεός είχα το περιστατικό με τον Γιώργο που στα καλά καθούμενα άρχισε να τρέμει σαν να έπασχε από Πάρκισσον καμία σχέση , ήταν κάποιος ιός που του ανέβασε πυρετό 39,5 και αυτή ήταν η αντίδραση του οργανισμού του. Του έδωσα  ένα αντιπυρετικό που ενδείκνυνται για γρίπη και με κομπρέσες προσπάθησα να κατεβάσω τον πυρετό. Αυτό συνέβη δύο φορές δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο να τρέμει και να χτυπιέται και πράγματι φοβήθηκα. Εκ των υστέρων έμαθα πως πολλοί αντέδρασαν με τον τρόπο αυτό την συγκεκριμένη στιγμή όμως είχα άγνοια και οι σκέψεις που με κατέκλυσαν δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Ήρθα πολύ κοντά στο θάνατο και σκέφτηκα πως δεν ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω ούτε τον δικό μου πόσο μάλλον τον  χαμό  του ανθρώπου που είναι δίπλα μου πενήντα πέντε χρόνια. Πόση δουλειά χρειάζεται να κάνω με τον εαυτό μου παρόλο που εδώ και δέκα χρόνια ασχολούμαι με την αυτογνωσία την μεταφυσική διαβάζοντας σχετικά βιβλία και προσπαθώντας κάθε μέρα και με κάθε τρόπο να γίνομαι όλο και καλύτερος άνθρωπος. 

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2013
Κάθε χρόνο ο Σύλλογος των συνταξιούχων προσφέρει ένα ταξίδι στην Αθήνα για την συνέλευση των μελών του και ψήφιση του Δ.Σ. Πέρσι δεν κατεβήκαμε γιατί ο Γιώργος είχε πρόβλημα με την σπονδυλική του στήλη και δεν άντεχε το πολύωρο ταξίδι καθηλωμένος σε μία θέση. Φέτος όμως μετά τον δύσκολο χειμώνα που περάσαμε με χαρά άκουσα πως θα κατεβούμε στην Αθήνα 3-5 Απριλίου. Υπήρχε σοβαρότερος λόγος, πολύ σπουδαίος για εμάς καθώς θα γνωρίζαμε τη σύντροφο του γιου μας που εγκυμονούσε το παιδί του. Όνειρο μου ήταν να δω άλλο ένα εγγόνι πριν φύγω από την ζωή. Και να σκεφτεί κάποιος πως και παντρεύτηκα μικρή και τεκνοποίησα στα είκοσι πέντε μου χρόνια. Λοιπόν ένα βράδυ νομίζω ήτανε Πρωταπριλιά ήρθε ο μεγάλος γιος να πάρει τα κλειδιά για να ταΐσει μία γάτα που φιλοξενούσαμε στην αυλή και ο δεύτερος γιος μου ανέβηκε με τέσσερα ποτήρια και ένα μπουκάλι χυμού ροδιού και λέει «σας κερνάω».
Σκέφτηκα, να δεις που βρήκε δουλειά από τα βιογραφικά που έστελνε κατά καιρούς. Το νέο όμως ήταν πολύ καλύτερο, ήταν το μεγαλύτερο, το ωραιότερο δώρο που μπορούσε να μας προσφέρει. «Άντε να πιούμε, για τον ερχομό της εγγονής σας», μας είπε. Η σύντροφός μου είναι έγκυος. Ένοιωσα σαν να μου έτυχε ο πρώτος λαχνός, σημειωτέον πως δεν συνηθίζω να αγοράζω λαχεία. Ο σύλλογος συνταξιούχων μας κλείνει δωμάτια στα καλλίτερα ξενοδοχεία των Αθηνών, να’ ναι καλά, αλλιώς που θα έβλεπα εγώ διανυκτέρευση στο HILTON ή στο DIVANI CARAVEL ή το άλλο δεν θυμάμαι το όνομα ακριβώς ένα δρόμο κάτω από την Αρεοπαγίτου, που κάνοντας περίπατο χάζευες την Ακρόπολη και έφτανες στο Ζάππειο όπου πριν 2-3 χρόνια άραξα για 2-3 ώρες πίνοντας μία σοκολάτα, διαβάζοντας Αιβαν Χώβ όσο ο Γιώργος ήταν στην συνέλευση. Το πρωί της Παρασκευής αναχωρούσαμε για Θεσσαλονίκη όμως είχαμε συνεννοηθεί με τον υιό μας και τη σύντροφό του να τους συναρτήσουμε για λίγο στο καφέ του ξενοδοχείου. Ήμουν σίγουρη ότι ο Αλέξης θα είχε δίπλα του μία κοπέλα σαν και αυτήν που γνώρισα, μετρημένη, όμορφη, πετυχημένη. Τελικά με αγαπάει το σύμπαν, όπως το αγαπώ και εγώ και ευχαριστώ αυτό το αόρατο που με φροντίζει. Η μόνη μου έννοια είναι πως είναι μακριά και δεν θα χαρώ πολλές στιγμές από την μικρή εγγονή μου. Δεν πειράζει, να  είναι καλά να περνούνε μία ζωή αρμονικά και ας είναι μακριά. Τελικά το 2013 θα είναι μία γουρλίδικη χρονιά.  Το ελπίζω και το εύχομαι.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013
Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ημέρα ονομαστικής μου εορτής.
Το όνομα μου Ευμορφία, δεν είναι συνηθισμένο. Μάλιστα εγώ είχα μάθει ότι γιορτάζει της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος όταν είχα κλείσει τα είκοσι. Και επειδή είναι γιορτή του καλοκαιριού δεν είναι ευρέως γνωστή , οπότε λίγα τα τηλεφωνήματα και χωρίς πολλές προετοιμασίες. Και όπως η οικογένεια τα τελευταία χρόνια συρρικνώθηκε, σχεδόν γιορτάζουμε οικογενειακά. Λοιπόν είπα στον Γιώργο, οι δυο μας ήμαστε να μην μαγειρέψω φάγαμε πρόχειρα στο ΙΚΕΑ το μεσημέρι , με σκοπό να βγούμε το βράδυ για φαγητό στα πιο επίσημα. Παιδικοί μας φίλοι παίνεψαν ένα ρεστοράν στην παλιά παραλία, κόσμος πολύς αλλά αποφασίσαμε να καθίσουμε. Η ζέστη μεγάλη, το φαΐ σκέτη απογοήτευση  όμως μας περίμενε η μεγαλύτερη χαρά. Είχα δει μία κλήση του Αλέξη, όταν όμως προσπάθησα δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω και καθώς σκεφτόμουνα να ξαναπροσπαθήσω χτύπησε το τηλέφωνο για να μας αναγγείλει πως πριν λίγα λεπτά γεννήθηκε η μικρή τους δηλαδή στις 10,35. Ημέρα σημαδιακή και αξέχαστη. Η γέννα φυσιολογική, μπράβο στο κορίτσι που το άντεξε. Πληρώσαμε, πήραμε ταξί και γυρίσαμε σπίτι, ήθελα να απολαύσω στιγμές ηρεμίας μακριά από την οχλαγωγία, στην θαλπωρή της οικογενειακής εστίας, να προσευχηθώ και να χαρώ για το θείο δώρο της γέννησης της εγγονής μας. Ευχήθηκα να είναι όλος ο κόσμος καλά και μέσα σε αυτό το όλον και τα δικά μας παιδιά.


16 Αυγούστου 2013


Στην εγγόνα μας Μυρτώ..

Καλώς ήρθες Χερουβείμ , στην γήινη ζωή.

Σ’ ευχαριστούμε για την χαρά που μας δίνεις με την παρουσία σου.

Ευχόμαστε να’ χεις υγεία και τύχη 
και οι μοίρες να σου χαρίσουν τάλαντα για να πετύχεις τον σκοπό για τον οποίο ήρθες. 
Να’ ναι γεροί οι γονείς σου για να σου προσφέρουν τα καλλίτερα που μπορούν.

Η γιαγιά Ευμορφία, ο παππούς Γιώργος σου στέλνουμε πολλή αγάπη.



************************************

Θεωρώ πως το κομμάτι που ακολουθεί, δεν θα καταγραφεί σαν προσπάθεια να γράψω ποίηση, απλώς είναι σκέψεις και λέξεις μάνας που απευθύνεται στα δύο πανάκριβα παιδιά της τα οποία και θεωρώ σαν το έργο της ζωής που ήρθα να πραγματοποιήσω.

Στον Παντελή

Σαν αετόπουλο πέταξες
Άνοιξες τις φτερούγες
Και έφυγες υπερήφανα
Άφησες τη γνώριμη φωλιά
Και σε ορίζοντες νέους
Τη δική σου χτίζεις γωνιά.
Το παράθυρο ανοιχτό διάπλατα μένει
Σε όλα όσα εκεί άφησες.
Η φωλιά η νέα,
Γεμάτη από καρπούς γλυκούς
Ευτυχίας και αγάπης ας είναι.
Και οι προσδοκίες όλες ας πραγματωθούν
Σ'αυτό το παρθενικό πέταγμα.
Ευχή μάνας που θέλησε ότι μέσα της είχε,
Να το λαμπαδιάσει σε σένα
Το αετόπουλο, το πρωτοπούλι 
(Άνοιξη 1990)
Στον Αλέξη
Αλέξης και το όνομα μουσικά δοσμένο
Με τους δεκαεννέα Μάηδες ολάνθιστους
Μ'αρώματα και χρώματα γεμάτους.
Και πέρα στον ορίζοντα μακριά
Θεία Μουσική οδηγεί τα βήματά σου.
Να'ναι τα μονοπάτια τούτα
Διάπλατα ανοιγμένα
Με Άνθεια και καρπούς για σένα.
Κι αν ποτιστούν με δάκρυα
Να' ναι βάλσαμου πότισμα
Για κλώνους νέους,
Που θ'ανθίσουν κάτω
Απ΄τη μπαγκέτα τη δική σου.
Είθε η μουσική σου,
Τους βλαστούς τους νέους
Πλούσια να τους ποτίσει περήφανα τα ανθισμένα μπουμπούκια
Να κρατήσουν της ζωής τους χυμούς.
Πίστη μεγάλη, ματιάς μητρικής
Για επιτυχίες που στη γωνία περιμένουν
Να χαριστούνε σε εσένα.
Το αστέρι το νέο.
Νέο σε όλα της ζωής τα θαυμαστά.
Εμπρός μόνο κοίτα και προχώρα.

Σοφία ανθρώπων.

                    

Επίκτητος

Το να κατηγορείς τους άλλους,

Για τις ατυχίες τους,

Είναι σημάδι ότι χρειάζεσαι διαπαιδαγώγηση.

Το να κατηγορείς τον εαυτό σου,

Δείχνει ότι η διαπαιδαγώγηση σου,

Έχει αρχίσει.
Το να μην κατηγορείς,
Ούτε τον εαυτό σου ούτε τους άλλους
Δείχνει ότι η διαπαιδαγώγηση σου έχει ολοκληρωθεί.

Ράντιουρντ Κίπλινγκ
Αν το μπορείς,
Την ώρα που ο θυμός σου θέλει να ξεσπάσει,
Να κρατηθείς νηφάλιος
Και την γαλήνη σου την πρώτη να ξαναβρείς
Δικιά σου τότε θα’ ναι η γη
Και όλα εκείνα που κατέχει και ότι αξίζει πιο πολύ.
Άνδρας σωστός ,
Τότε θα ‘ σαι γιέ μου.

Βιρτζίνια Σατιρ
Αγάπη άνευ όρων
Θέλω να σε αγαπώ χωρίς να σε πνίγω,
Να σε εκτιμώ χωρίς να σε επικρίνω,
Να σε ακολουθώ χωρίς να επεμβαίνω,
Να σε προσκαλώ χωρίς να απαιτώ,
Να σε αφήνω χωρίς ενοχές
Να σε κρίνω χωρίς μομφές
Και να σε βοηθώ χωρίς προσβολές
Αν μπορώ να έχω τα ίδια και από εσένα
Μπορούμε στα αλήθεια να συναντηθούμε
Και να ωφεληθούμε.

Κλείστε τις εκκρεμότητες σας σήμερα..
Αύριο θα είναι αργά..

Μακάρι να είχα…
Θυμάσαι την μέρα που δανείστηκα το καινούργιο αμάξι σου και το γρατζούνισα;
Νόμιζα πως θα με σκότωνες , αλλά δεν το έκανες.
Θυμάσαι όταν σε έφερα με το ζόρι στην παραλία, ενώ εσύ έλεγες πως θα βρέξει ,
Και έβρεξε; Νόμιζα πως θα έλεγες «εγώ στο ‘χα πει» , αλλά δεν το έκανες.
Θυμάσαι που φλέρταρα με όλους για να σε κάνω να ζηλέψεις και ζήλεψες;
Νόμιζα πως θα με άφηνες αλλά δεν το έκανες.
Τότε που έριξα την πίτα με τα βατόμουρα στο καινούργιο σου παντελόνι;
Ήμουν σίγουρη πως θα με παρατούσες αλλά δεν το έκανες.
Τότε που ξέχασα να σου πω , πως ο χορός είναι με επίσημο ένδυμα και εμφανίστηκες με τζιν; Νόμιζα πως θα με χαστούκιζες αλλά δεν το έκανες.
Υπήρχαν τόσα πράγματα για τα οποία ήθελα να επανορθώσω, όταν θα γυρνούσες από το Βιετνάμ.
Αλλά δεν γύρισες.

ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Οι άνθρωποι είναι παράλογοι, συμφεροντολόγοι και εγωιστές.
Αγάπα τους όπως και να’ χει.
Εάν κάνεις καλό, θα σε κατηγορήσουν ότι κρύβεις εγωιστικά κίνητρα.
Κάνε καλό όπως και να’ χει.
Εάν είσαι επιτυχημένος θα κερδίσεις ψεύτικους φίλους και αληθινούς εχθρούς.
Πέτυχε όπως και να ‘ χει
Το καλό που θα κάνεις σήμερα θα έχει ξεχαστεί μέχρι αύριο
Κάνε καλό όπως και να’ χει
Η τιμιότητα και η ειλικρίνεια σε κάνουν ευάλωτο
Μείνε τίμιος και ειλικρινείς όπως και να’ χει.
Οι άνθρωποι προτιμούν τα αουτσάιντερ, αλλά ακολουθούν μόνο τα φαβορί.
Πάλεψε για κάποια αουτσάιντερ όπως και να’ χει.
Αυτό που ξόδευες χρόνια για να το χτίσεις , μπορεί να καταστραφεί σε μία νύχτα.
Χτίσε όπως και να’ χει.
Οι άνθρωποι πραγματικά χρειάζονται βοήθεια,αλλά μπορεί να σου επιτεθούν αν τους βοηθήσεις.
Βοήθησε τους ανθρώπους όπως και να’ χει.
Δώσε στον κόσμο το καλλίτερο που έχεις και θα σε κλωτσήσουνε στο πρόσωπο. Δώσε στον κόσμο το καλύτερο που έχεις όπως και να’ χει.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΖΟΥΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ
«Υπάρχει πάντα ένα αύριο, και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα , θα ήθελα να σου πω πόσο σε αγαπώ και ότι ποτέ δε θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς είτε νέος, είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς.
Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο , κάν’ το σήμερα γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ θα μετανιώσεις σίγουρα για την μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο μία αγκαλιά , ένα φιλί , και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μία τελευταία τους επιθυμία . Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά , βρες χρόνο για να τους πεις συγνώμη, συχώρεσε  με, σε παρακαλώ, ευχαριστώ ,και όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα από τον Κύριο την δύναμη και την σοφία να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.
Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα να κοιμάσαι , θα σε αγκάλιαζα σφικτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα θα σε αγκάλιαζα και θα σου έδινα ένα φιλί και… θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω και άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα την φωνή σου θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούσω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που θα  σε έβλεπα θα έλεγα σ’ αγαπώ και δεν θα υπέθετα –ανόητα- ότι το ξέρεις ήδη».
Καλό ταξίδι στην μοναχική χώρα των Μπουενδία.

Σεπτέμβριος 2013
ΤΥΠΕΤ
Ακούγεται εύηχο και εύρυθμο.
Μακάρι το κράτος να είχε παράδειγμα και στόχο να λειτουργεί σαν το ΤΥΠΕΤ. Μιλώ για το αυτοδιοικούμενο και αυτοδιαχειριζόμενο ταμείο υγείας της Εθνικής Τράπεζας. Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οδοντοιατρικό και αιματολογικό τμήμα.
Όλοι ανεξαιρέτως οι γιατροί και οι υπάλληλοι του ταμείου μας είναι ευσυνείδητοι και άριστοι στην δουλειά τους. Εγώ θα μιλήσω για αυτούς με τους οποίους έρχομαι σε πιο συχνή επαφή. Ευχαριστώ τον προιστάμενο Κον Σαββίδη (απλή συνωνυμία) για την έμφυτη ευγένια και την εξυπηρέτηση με την οποία περιβάλλει κάθε ασφαλισμένο. Μια μέρα σκέφτηκα πως αν υπήρχα βραβείο σωστού υπαλλήλου , σε αυτόν έπρεπε να δοθεί. Για τον γιατρό και άνθρωπο Κον Ψηλογέννη, έχω μιλήσει σε άλλο κεφάλαιο. Θα αναφέρω τον  ΩΡΙΛΑ Κο Οικονόμου ο οποίος είναι εξυπηρετικότατος. Επίσης θα ευχαριστήσω θερμά,τον οφθαλμίατρο Κο Ζαφειριάδη για την επιτυχή επέμβαση για την αποκατάσταση του αριστερού οφθαλμού μου από καταρράκτη. Θεωρώ την όραση μου την μεγαλύτερη περιουσία μου, αφού το μόνο που με ευχαριστεί είναι το διάβασμα και το γράψιμο. Και τι να πω για τον ορθοπεδικό μας κ.Τερζίδη που μας εξυπηρετεί πάντα!
Τι να πω για το αιματολογικό  το οποίο καταφέρνει χωρίς ραντεβού να εξυπηρετεί καθημερινώς όλους όσους έχουν τη  ανάγκη του; Εμένα με προσέχουν ιδιαιτέρως μια και λεπτές προβληματικές μου φλέβες σπάζουν και μαυρίζω και χρειάζομαι πάνω από δέκα μέρες να αποκαταστήσω την ζημιά. Χαμογελούν και φροντίζουν να είμαι ευχαριστημένη. Θα επεκταθώ λίγο περισσότερο στο οδοντιατρικό τμήμα με το οποίο τώρα τελευταία έχω «στενές» επαφές και θα μιλήσω για όσους ενήργησαν στο στόμα μου. Μετά το 2005 άρχισα να φροντίζω τα δόντια μου στο ΤΥΠΕΤ. Μέχρι τότε πήγαινα σε εξωτερικούς γιατρούς, πλήρωνα τα μαλλιοκέφαλα μου και παίρνοντας έγκριση έπαιρνα τα χρήματα που μου αναλογούσαν. Ώσπου κάποια μέρα έκλεισα ραντεβού για καθαρισμό με την κυρία Μαρινάκη, η οποία μου επισήμανε ότι είχα πρόβλημα σε μία μεγάλη γέφυρα πέντε δοντιών στην επάνω δεξιά γνάθο που ήταν έτοιμη να ξεκολλήσει. Κάναμε και μία πανοραμική ακτινογραφία για να δούμε την κατάσταση και της υπόλοιπης οδοντοστοιχίας. Λοιπόν αν και επισκεφτόμουνα μία με δύο φορές κάθε χρόνο οδοντίατρο, δεν ήξερα ότι η σημερινή εξέλιξη της οδοντιατρικής ήταν εμπλουτισμένη με διάφορες ειδικότητες. 

Η Κα Μαρινάκη φρόντισε σαν περιοδοντολόγος το πρόβλημα του Γιώργου και έκτοτε την επισκέπτεται σε προκαθορισμένες ημερομηνίες. Όπως προείπα η μεγάλη αυτή γέφυρα που μετρούσε πάνω από εικοσιπέντε χρόνια έπρεπε να βγει για να θεραπευτούν όσο ήταν εφικτό τα δόντια που την στήριζαν και να γίνει μια καινούργια. Προς το παρόν την κολλήσαμε γιατί έπρεπε να σιγουρέψω την αριστερή μεριά για να μπορέσω να μασώ. Η υπόθεση είναι ολόκληρη ιστορία. Πριν ασχοληθώ με αυτήν να δώσω τα εύσημα στις τρεις βοηθούς του Οδοντιατρικού: την Αγγέλα την Δήμητρα και την αγαπημένη μου Άννα με τα ωραία μπλε μάτια, που καταφέρνουν να λειτουργεί το τμήμα επιφορτισμένες με όλες τις επιμέρους υποχρεώσεις. Λοιπόν στην αριστερή κάτω σιαγόνα προέκυψαν διάφορα, εξαγωγές θεραπείες και εμφυτεύματα εργασίες που πρώτη φορά άκουγα. Σήμερα βέβαια μπορώ να πω πως είμαι ειδική. Τότε έκανα την γνωριμία της Τόνιας Γρίβα η οποία έκανε την εξαγωγή του τραπεζίτη (λυπούμαι δεν θυμάμαι το νούμερο) όμως ήταν το τελευταίο δόντι και η μόνη λύση ήταν το εμφύτευμα.

Ενημερώθηκα σχετικά, πήρα αντιβίωση και αναμονή δύο μηνών. Λοιπόν γνώρισα το Σωτήρη Σακελλαρίου που τον αποκαλώ με το μικρό του όνομα. Το εμφύτευμα έγινε με την παρουσία και των δύο, μου δόθηκαν σχετικές οδηγίες και η Τόνια μου έδωσε το νούμερο του κινητού της σε περίπτωση αιμορραγίας ή ό,τι άλλο προκύψει. Γι' αυτήν της την κίνηση της χάιδεψα το μάγουλο. Που να ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Οι τρεις μήνες πέρασαν και βρέθηκα στην οδοντιατρική καρέκλα με μόνη παρουσία του Σωτήρη που έκανε την εργασία μόνος. Στο ερωτηματικό μου βλέμμα μου απάντησε πως η Τόνια "έφυγε", δηλαδή πέθανε. Μου πήρε ένα λεπτό να συνειδητοποιήσω ότι σοβαρολογούσε μιας και τον διακρίνει πολύ χιούμορ σε άλλες καταστάσεις. Η Τόνια και σαν επιστήμονας άξιζε να βρίσκεται εκεί, όμως σαν άνθρωπος ήταν ένας άγγελος με τα υπέροχα γαλάζια μάτια της και το χαμόγελό της. Ήταν μόνο 36 ετών. Γιατί Θεέ μου αναρωτήθηκα να φύγει ένα τέτοιο μπουμπούκι; Απάντηση βεβαίως δεν πήρα. 

Το εμφύτευμα πέτυχε πλήρως και το δόντι ολοκαίνουργιο μπήκε στη θέση του. Χρειάστηκε όμως θεραπεία ένα γειτονικό δόντι που την έκανε η Νάντια Υψηλάντη. Σκέφτηκα τότε, καλέ πολύ εντυπωσιακό, όλες αυτές οι κοπέλες είναι πανέμορφες και οι ασθενείς διατίθενται ευνοϊκά σε όλη τη διαδικασία. Ειδικά στη Νάντια είπα: "Πριγκιπικό όνομα κορίτσι μου!". Χαμογέλασε κι εγώ σκέφτηκα ποτέ δε ξέρεις. Κατά τα άλλα χρειάστηκε απονεύρωση ακόμη ένα δόντι που έσπασε και κατάφερε να το θεραπεύσει η κα Κέκη αφού είχανε προηγηθεί δύο προηγούμενες απόπειρες. Πηγαινοέρχομαι ενάμιση χρόνο και εύχομαι το αποτέλεσμα να είναι τέλειο. Τελικώς και ο κυνόδοντας της γέφυρας ήθελε εξαγωγή λόγω ραγίσματος και έτσι γνώρισα την Δώρα Καρανικόλα που βγάζει δόντι σαν να σε χαϊδεύει. Μαζί με το Σωτήρη έγιναν δυο εμφυτεύματα και άντε πάλι αντιβίωση, αναμονή και πολύ υπομονή, ένα από τα γνωρίσματά μου. Η Δώρα φαίνεται ότι με αγάπησε πολύ επειδή συνέχεια φωτογραφίζει το στόμα μου.Τέλη Αυγούστου το δίδυμο Σωτήρης -Δώρα αποκάλυψαν τα εμφυτεύματα και πάλι ράμματα, αντιβίωση κτλ.

Τώρα είναι η σειρά του Σωτήρη να δείξει την τέχνη του με τα αποτυπώματα (μέτρα). Καλέ μισός γιατρός κοντεύω να γίνω. Ελπίζω σε ένα τέλειο αποτέλεσμα επειδή δεν το κρύβω πως μετά τα μάτια μου έχω αδυναμία στην οδοντοστοιχία του στόματός μου όχι μόνο για το μάσημα της τροφής αλλά για το χαμόγελο προς όλους. Επειδή έτσι δείχνεις την καλή σου προαίρεση και γίνεσαι κάθε μέρα και με κάθε μέσον καλύτερος άνθρωπος. Χαμογελώντας. Δεν κοστίζει τίποτα.





Παραθέτω το ποίημα του Άδμητου για την Ειρήνη. Δεν θα μπορούσα να γράψω κάτι καλλίτερο΄

Ειρήνη
Αυτά τα λουλούδια που άνθισαν
Χωρίς τη θέλησή μας,
Η γη γιορτάζει.
Γιορτή χαρμόσυνη.
Αν δεν περιμένει της Περσεφόνης το γυρισμό,
τότε σε τι προσμένει;
Στην Ειρήνη!! Μόνο στην Ειρήνη!!

Αυτά τα πουλιά που κακό δε γνωρίζουν
που σε δύσκολους καιρούς τραγουδάνε
Ακόμα και όταν τα σημαδεύουν,
τα όπλα των κυνηγών,
τι τα προστάζει γλυκά να κελαηδούν
και να μιλούν για αγάπη και γαλήνη
πλην της φύσης που τα γέννησε;
Τι άλλο απ' την Ειρήνη; Μονάχα απ' την Ειρήνη!!

Αυτές οι μάνες που κουβαλούν
ψυχές αθώες νεανικές
σε χειμώνα και άνοιξη, σε χαρά και πόνο,
πως το μπορούν;
σε τι ελπίζουν και αναλαμβάνουν την ευθύνη
στης ζωής το βούρκο να γεννήσουν;
Πέρα από της μάνας τη λαχτάρα,
σε τι ελπίζουν, σε τι;
Στην Ειρήνη. Μόνο στην Ειρήνη.

Αυτοί οι εργάτες,
που πλέκουν τη ζωή τους με ιδρώτα,
που ανοίγουν την καρδιά τους
στο τραγούδι και τη φτώχεια,
που χαιρετούν τον ήλιο στην Ανατολή,
και τον φιλούν στη δύση,
πέρα απ' τη σκληρή καρτερική του ανθρώπου φύση,
από που παίρνουν το κουράγιο
γλυκό να τρώνε το πικρό ψωμί;
Από την Ειρήνη. Μονάχα από την Ειρήνη.

Και οι στρατιώτες;
Που βρίσκουν κουράγιο για τραγούδι;
Που για να αφήσουν τις νέες τους καρδιές
να χορέψουν στου έρωτα το ρυθμό;
Στην Ειρήνη. Μόνο στην Ειρήνη!... 

Και ως πολίτης ποντιακής καταγωγής παραθέτω το ποίημα του Άδμητου

Ποντίων φλόγα

Ποντίων φλόγα,
κυνηγημένοι αν φύγαν οι τρανοί,
Στη γη κόκαλα προγόνων
Αίμα και δάκρυα που πότισαν
Που θέριεψαν
Που κράτησαν ως τώρα
Γενεά με γενεά άσβεστο
Του γυρισμού τον πόθο

Πατρίδες νέες,
Στου Καυκάσου τα όρη,
Στα χώματα της Θράκης,
Στων Μακεδόνων τη γη την ιερή, 
Φιλόξενα κρατήσανε
την φλόγα των Ποντίων.
Την φλόγα που ανδρώθηκε στης προσφυγιάς τον πόνο.
Την φλόγα που μεγάλωσε τα νέα τα βλαστάρια,
Που σήμερα χορεύουν και τραγουδούν
Ενώνοντας παρόν και μέλλον
Μέλλον και παρελθόν
Θυμίζοντας σε όλους
Του έθνους την επιταγή
Τη μοίρα της φυλής
Μέσα απ' τα λόγια του λαού,
Η Ρωμανία και αν πέρασε
Ανθεί και φέρει κι άλλο...


Και για όσους μιλούν για ιδιωτικοποιήσεις του νερού και άλλων κοινών αγαθών την καλύτερη απάντηση την έχει δώσει πριν πολλά χρόνια, το 1854, ο ιθαγενής αμερικανός αρχηγός Σητλ όταν του ζητήθηκε από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ να τους πουλήσει τη γη τους.

"Ο Μεγάλος Άρχοντας της Ουάσιγκτον διατάζει να μας πουν, ότι επιθυμεί να αγοράσει τη γη μας. O Μεγάλος Αρχηγός μας στέλνει επίσης λόγια φιλίας και καλής διάθεσης. Εκτιμούμε αυτή την ευγένεια γιατί ξέρουμε ότι χρειάζεται πολύ λίγο τη φιλία μας.
Θα σκεφτούμε την προσφορά σας γιατί ξέρουμε ότι, αν δεν το κάνουμε, ο λευκός άνθρωπος θα έρθει με το πύρινα όπλα του και θα πάρει τη γη μας. Ο Μεγάλος Άρχοντας της Ουάσιγκτον μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σ' αυτά που του λέει ο Άρχοντας Σήτλ με την ίδια βεβαιότητα που οι λευκοί αδελφοί μας μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στην αλλαγή των εποχών.

Τα λόγια μου είναι αμετάβλητα όπως τ' αστέρια. Πώς μπορείτε ν' αγοράσετε ή να πουλήσετε τον ουρανό, τη ζεστασιά της γης; Αυτή η ιδέα μας φαίνεται παράξενη. Εμείς δεν είμαστε ιδιοκτήτες της δροσιάς του αέρα ούτε του φέγγους του νερού. Πως λοιπόν θα μπορούσατε να μας το αγοράσετε; Το λέμε εγκαίρως από την αρχή.

Πρέπει να ξέρετε ότι κάθε σωματίδιο της γης είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε λαμπερό φύλλο, κάθε αμμουδιά, κάθε ομίχλη στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε έντομο με το βούισμα του είναι ιερό στη μνήμη και στην εμπειρία του λαού μου. Ο χυμός που τρέχει μέσα στα δένδρα περιέχει τις μνήμες του ανθρώπου με το ερυθρό δέρμα. Οι πεθαμένοι του λευκού ανθρώπου λησμονούν τη γενέτειρά τους όταν πάνε να περπατήσουν στ' άστρα. Οι δικοί μας πεθαμένοι ποτέ δεν ξεχνούν αυτήν την όμορφη γη, γιατί η μητέρα του ανθρώπου έχει ερυθρό δέρμα.

Είμαστε ένα τμήμα της γης και αυτή είναι τμήμα του εαυτού μας. Τα μυρωδάτα άνθη είναι αδέλφια μας. Το ελάφι, το άλογο και ο μεγαλοπρεπής αετός είναι αδέλφια μας. Οι βουνίσιες κορυφές, οι χυμοί των λιβαδιών, η ζεστασιά του σώματος του μικρού αλόγου και ο άνθρωπος - όλα αυτά - ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Τα ποτάμια είναι αδέλφια μας, αυτά σβήνουν τη δίψα μας. Τα ποτάμια κουβαλούν τα κανό μας και τρέφουν τα παιδιά μας.

Αν σας πουλήσουμε τη γη μας, θα πρέπει να θυμάστε και να διδάσκετε στα παιδιά σας ότι τα ποτάμια είναι δικά μας αδέλφια και αδέλφια δικά σας. Θα πρέπει από κει και πέρα να φροντίζετε τα ποτάμια τόσο καλά όσο κι' έναν αδελφό σας. Ξέρουμε ότι ο λευκός άνθρωπος δεν καταλαβαίνει το δικό μας τρόπο ζωής. Το ίδιο του κάνει ένα κομμάτι γης ή ένα άλλο, γιατί αυτός είναι ένας ξένος που έρχεται τη νύχτα για να βγάλει από τη γη ό,τι χρειάζεται.

Η γη δεν είναι αδελφός του αλλά εχθρός του. Αφού την κατακτήσει, την εγκαταλείπει και συνεχίζει το δρόμο του. Αφήνει πίσω του τους τάφους των γονιών του χωρίς να τον πειράζει. Αρπάζει τη γη από τα παιδιά της χωρίς να τον πειράζει. Ξεχνάει τον τάφο του πατέρα του και τα δικαιώματα των παιδιών του. Mεταχειρίζεται τη μητέρα του τη γη, τον αδελφό του τον ουρανό, σαν να είναι πράγματα που μπορεί κανείς ν' αγοράσει, να ληστέψει και να πουλήσει, σαν να είναι πρόβατα και γυάλινες χάντρες. Η απληστία του θα καταβροχθίσει τη γη και θ' αφήσει πίσω του μόνο έρημο. Δεν το καταλαβαίνω. Ο δικός μας τρόπος του Είναι, είναι διαφορετικός από τον δικό σας. Δεν υπάρχει καμιά ήρεμη περιοχή στις πόλεις του λευκού ανθρώπου, κανένα μέρος που να μπορεί ν' ακουστεί η ανάπτυξη των φύλλων της άνοιξης ή το τρίψιμο των φτερών ενός εντόμου.

Αλλά ίσως να είναι έτσι επειδή εγώ είμαι ένας αγριάνθρωπος και δεν μπορώ να καταλάβω τα πράγματα. Ο θόρυβος της πόλης φαίνεται ότι βρίζει τ' αυτιά. Και τι ζωή είναι αυτή, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί ν' ακούσει την μοναχική κραυγή του ερωδιού ή τη νυχτερινή συνομιλία των βατράχων γύρω από το πηγάδι;
Εμείς οι Ινδιάνοι προτιμάμε τον απαλό ήχο του ανέμου που χαϊδεύει την επιφάνεια της λίμνης και τη μυρουδιά του ανέμου που καθάρισε η βροχή του μεσημεριού ή αρωμάτισε το άρωμα των πεύκων. Ο αέρας είναι κάτι το πολύτιμο για τον άνθρωπο με το ερυθρό δέρμα, γιατί όλα τα πράγματα μοιράζονται την ίδια πνοή: το ζώο, το δέντρο και ο άνθρωπος.
Ο λευκός άνθρωπος μπορεί να μην αισθάνεται τον αέρα που αναπνέει. Όπως ο άνθρωπος που αγωνιά πολλές μέρες, γίνεται αναίσθητος στη δυσωδία. Αλλά αν σας πουλήσουμε τη γη μας, θα πρέπει να θυμάστε ότι ο αέρας είναι πολύτιμος για μας. Ότι ο αέρας μοιράζεται το πνεύμα του μ' όλη τη ζωή που συντηρεί. Κι' αν σας πουλήσουμε τη γη μας, θα πρέπει να την διατηρείτε αμόλυντη και ιερή σαν τόπο όπου ακόμα και ο λευκός άνθρωπος μπορεί να πάει για ν' απολαύσει τον γλυκαμένο από τα άνθη της πεδιάδας άνεμο.
Θα πρέπει να διδάσκετε στα παιδιά σας αυτά που εμείς έχουμε διδάξει στα δικά μας: ότι η γη είναι η μητέρα μας. Όλα όσα επηρεάζουν τη γη επηρεάζουν και τα παιδιά της γης. Όταν οι άνθρωποι φτύνουν στο χώμα, φτύνουν τον εαυτό τους. Δεν ύφανε ο άνθρωπος το δίχτυ της ζωής: είναι μόνο μία κλωστή του. Όλα όσα θα κάνει κανείς στο δίχτυ θα τα κάνει στον εαυτό του. Όλα τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους όπως το αίμα ενώνει μια οικογένεια.
Ακόμα και ο λευκός άνθρωπος, που ο Θεός του περπατάει και συζητάει μαζί του - σαν φίλος με φίλο - δεν μπορεί να είναι έξω από την κοινή μοίρα. Ίσως να είμαστε, παρόλα αυτά, αδέλφια. Ξέρουμε κάτι που ο λευκός άνθρωπος θα το ανακαλύψει κάποια μέρα: ότι ο Θεός μας είναι και Θεός του.
Τώρα σκέπτεστε, ίσως, ότι είστε ιδιοκτήτες της γης μας, αλλά δεν μπορείτε να είστε. Αυτός είναι ο Θεός της ανθρωπότητας και το Έλεος του είναι ίδιο και για τον ερυθρόδερμο και για τον λευκό. Αυτή η γη είναι πολύτιμη γι' Αυτόν και το να την βλάψει κανείς σημαίνει ότι υποτιμά πολύ τον Δημιουργό της. Οι λευκοί άνθρωποι θα περάσουν, ίσως και πριν από τις άλλες φυλές. Αν μολύνετε το κρεβάτι σας, θα πεθάνετε κάποια νύχτα πνιγμένοι στα δικά σας απορρίμματα. Αλλά ακόμα και την τελευταία ώρα θα φωτιστείτε με την ιδέα ότι ο Θεός σας έφερε σ' αυτή τη γη και σας έδωσε την κυριαρχία πάνω της και πάνω στον άνθρωπο με το ερυθρό δέρμα για κάποιο ειδικό σκοπό.
Τέτοιο πεπρωμένο είναι για μας μυστήριο, γιατί δεν ξέρουμε τι θα γίνει όταν θα έχουν εξολοθρευτεί όλοι οι βούβαλοι, όταν θα έχουν δαμαστεί όλα τα άγρια άλογα, όταν οι πιο μυστικές γωνιές των δασών θα μυρίζουν άνθρωπο και όταν η θέα προς τους πράσινους λόφους θα εμποδίζεται από ένα πλήθος από σύρματα που μιλάνε. Πού είναι το πυκνό δάσος; Εξαφανίστηκε. Πού είναι ο αετός; Εξαφανίστηκε!
Έτσι τελειώνει η ζωή και αρχίζει η επιβίωση......"