Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

Θέρμη

Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του Wayne W.Oyer 'Ο Ιερός σου Εαυτός' προβληματίστηκα μ' όλα όσα γράφει που σίγουρα είναι σωστά και επιστημονικά τεκμηριωμένα, σχετικά με το εγώ. Έλα όμως που όλα όσα είναι επιμελώς αποθηκευμένα στο υποσυνείδητο έρχονται στα όνειρά μας και ενώ νομίζουμε πως τα έχουμε ξεχασμένα ξυπνάμε τρομαγμένοι ξαναζώντας τα.

Μεγάλωσα τα παιδιά μου με πολλές δυσκολίες και ακόμη και σήμερα απορώ πως κατάφερα ν' αντιμετωπίσω όλα εκείνε τα εμπόδια. Εκείνη την εποχή όλες οι μετακινήσεις για την εργασία μου γίνονταν με τις συγκοινωνίες μέσα και έξω από την πόλη. Για να πάω στη Θέρμη σ' ένα παράρτημα που είχα για να διδάξω έπρεπε να πάρω δύο λεωφορεία, να κατέβω στη ΧΑΝΘ από την Τούμπα και από κει απέναντι από σημερινό Δημαρχείο (τότε Στρατιωτικό Θέατρο) να πάρω το λεωφορείο για την Θέρμη που περνούσε μια καθορισμένη ώρα.

Έτυχε τη χρονιά που α Αλέξης ήταν περίπου 3 χρονών το Δημοτικό στο οποίο φοιτούσε ο Παντελής που ήταν 8 χρόνια μεγαλύτερος να λειτουργεί μια εβοδμάδα πρωί και μία απόγευμα. Ο Γιώργος τη συγκεκριμένη μέρα άργησε να κλείσει ταμείο, πράγμα που δεν το γνώριζα, ο Παντελής ήταν απογευματινός κι εγώ σίγουρη πως ο Γιώργος θα ήταν στην ώρα του ετοιμάστηκα να προλάβω το δρομολόγιο. Όμως ο Γιώργος δεν ερχόταν, εγώ έπρεπε να φύγω και ο Αλέξης είχε γαντζωθεί επάνω μου και έκλαιγε και φώναζε 'μαμά μη φεύγεις'. Εγώ στεκόμουν στη μέση της Ικονίου χωρίς να μπορώ να αποφασίσω τι να κάνω.

Δεν μπορούσα να κλειδώσω ένα μικρό παιδί στο σπίτι, ούτε να το πάρω μαζί μου επειδή δεν είχα προετοιμαστεί για αυτό και να σαν απο μηχανής Θεός η γειτόνισά μου η Δήμητρα Καγιάτου με ρώτησε τι συμβαίνει. Της εξήγησα, πήρα τον Αλέξη να του κάνει παρέα μέχρι να γυρίσει ο πατέρας του και εγώ έτρεξα για το λεωφορείο το οποίο έχασα. Έτσι έχασα το προκαθορισμένο δρομολόγιο για την Θέρμη, το μάθημα δεν έγινε, το παιδί ταλαιπωρήθηκε και αποτέλεσμα μηδέν. Στην επιστροφή μ'έπιασε και μια βροχή και μαζί με τον ουρανό έκλαψα κι εγώ. Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα και σκέφτηκα ευτυχώς που αυτή τη φορά ήταν ένα όνειρο.

Πέρσι συναντώντας τη Δήμητρα της είπα: 'δεν ξέρω αν σ'ευχαρίστησα τότε, στου χρωστώ λοιπόν ένα μεγάλο ευχαριστώ. Καλέ που το θυμήθηκες ήρθε η απάντηση. Το είχα τελείως ξεχασμένο. Εγώ όμως όχι Δήμητρα,

Στο φροντιστήριο

Ένα όνειρο με γύρισε πίσω στο 1962. Οι εικόνες ήταν τόσο ζωντανές που όταν ξύπνησα δεν πίστευα πως ήταν όνειρο. Πρώτη χρονιά στην Κονίτσης (σήμερα Λαμπράκη) στο δίπατο μεγάλο σπίτι του γιατρού Καραμανούνα, στεγάστηκε το φροντιστήριο ξένων Γλωσσών μου και μετά 2 χρόνια στέγασε και την οικογένειά μου (τον Γιώργο και τον παντελή δηλαδή τότε). Αυτή τη χρονιά ο Γιώργος ήταν ακόμη φαντάρος και τα οικονομικά μας βέβαια πολύ στενά. Σ'αυτό το φροντιστήριο ήμουν η διευθύντρια, η καθηγήτρια και βεβαίως και η καθαρίστρια και αυτό που έχω να διηγηθώ έχει σχέση με αυτήν ακριβώς την ιδιότητα της καθαρίστριας.

Αρχές Σεπτεμβρίου λοιπόν οι εγγραφές συνεχίζονταν παράλληλα με τα λιγοστά τμήματα της θερινής περιόδου. Όλοι οι δρόμοι χωμάτινοι, με μια τεράστια αλάνα να ετκείνεται εκεί που τώρα στέκει το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Το φροντιστήριο λοιπόν γέμιζε από λάσπη και από τσόφλια μπατιρόσπορου που τα ακουμπούσαν οι μαθητές στο άνοιγμα που υπήρχε για τις σάκες τους. Όταν έπρεπε να σκουπιστούν αυτές οι αίθουσες με τα ξύλινα πατώματα, η σκόνη σηκωνόταν σωστό ντουμάνι σε σημείο να δυσκολεύεται κανείς να αναπνεύσει.

Ήμουν εφοδιασμένη με μια φαρδιά ρόμπα της μάνας μου που δίπλωνε δύο φορές, με μαντήλα στο κεφάλι σαν μουσουλμάνα, χωρίς τα γυαλιά μυωπίας που ήταν πια για μένα ένα αξεσουάρ και βέβαια ανοιχτή την εξώπορτα και τα παράθυρα. Σκάει λοιπόν μύτη ένας ανθρωπάκος που ήθελε σώνει και καλά να κάνει εγγραφή για το μάθημα των Αγγλικών. Μάλιστα επέμενε πολύ και τρόμαξα να τον πείσω πως πρέπει να έρθει το απόγευμα για να τον εξυπηρετήσει η κ.Σαββίδου, δηλαδή εγώ.

Και πράγματι το απόγευμα να μαι πίσω από το γραφείο λουσμένη με τα ίσια μακρυά μαλλιά χτενισμένα, άβαφη, καλοβαλμένη με μια φούστα γκρι με δύο κουφόπιετες μπροστά και ένα απλό πουλόβερ στο ίδιο χρώμα, να υποδέχομαι τον ίδιο άνθρωπο χωρίς να υποψιαστεί πως ήμουν το ίδιο πρόσωπο με την κυρία που καθάριζε το πρωί.

Και βέβαια το ράσο κάνει τον παπά. Αυτά τα διηγήθηκα κάποια στιγμή στη Λένα τη Γαβριηλίδου η οποία έκανε το γέλιο της ζωής της καθώς σκεφτόταν τη σκηνή. Εγώ πάντως και τώρα που το σκέφτομαι βλάποντόας το από την απόσταση τόσων δεκαετιών, δεν μου φαίνεται και τόσο αστεία η εικόνα. Ίσως επειδή ήμουν εγώ η πρωταγωνίστρια!

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Σκέψεις ΙΙΙ

Οι γεωργοί βγήκαν με τα τρακτέρ τους ξανά πριν περίπου ένα χρόνο και έκλεισαν τους δρόμους θαρρείς και είναι μόνο δικοί τους. Θέλουν να δείξουν πως έχουν δύναμη να πάρουν αυτό που θέλουν, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν δυστυχώς άλλοι εργαζόμενοι.

Έβλεπα τα χιλιόμετρα που πιάνουν τα τρακτέρ και σκεφτόμουν πόσα χρήματα βγάζουν για να αγοράζονται τέτοια θηρία μηχανήματα. Οι ίδιοι βέβαιώνουν πως δεν μπορούν να ζήσουν αλλά πως πληρώνουν όλα αυτά που κατέχουν; Δεν ξέρω αν έχουν δίκιο ή όχι όμως το χάνουν όταν δυσκολεύουν τους άλλους να συνεχίσουν το εμπόριο, το ταξίδι τους, την μετακίνησή τους. Οι άνθρωποι που μένουν στις πόλεις δεν πήγαν να τους κλείσουν την είσοδο στο χωριό τους, στο σπίτι τους. Πως θα τους φαινόταν αν άλλοι τους φέρονταν με τον ίδιο τρόπο; Οι δρόμοι είναι του κράτους και δεν ανήκουν σε κανένα συνδικάτο και σε κανέναν νταή. Αυτά τα γράφω εγώ που προέρχομαι από αγροτική οικογένεια. Δεν θα σκεφτόμουν ποτέ πως ο σημερινός γεωργός θα έπρεπε να υποφέρει αυτά που περνούσαν οι γεωργοί πριν 50 χρόνια, σε καμιά περίπτωση, όχι. Όμως λίγη τσίπα, λίγο φιλότιμο κύριοι γεωργοί!

Εγώ μεγάλωσα στην πόλη με πολλή στέρηση, όμως όταν στα 12 μου χρόνια αναγκάστηκα να γυρίσω στο χωριό που υπήρχε ένα σπίτι και κάποια χωράφια, είδα αν και μικρή και άπειρη, την άλλη πλευρά του φεγγαριού. Χωριό μιαν ανάσα από τα Γιαννιτσά χωρίς νερό, μ'ένα πηγάδι στην πλατεία, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς συγκοινωνία (νομίζω ένα λεωφορείο ερχόταν μια φορά την εβδομάδα), χωρίς τα απαραίτητα φάρμακα και γιατρό.

Τα πάντα γίνονταν με χειρονακτική εργασία από το όργωμα μέχρι το θέρος και το αλώνισμα. Θέρμανση, μαγείρεμα, πλύσιμο, όλα με ξύλα, στο τζάκι, στο φούρνο και στην αυλή. Εγώ είχα άστρο, θα γύριζα στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις για το εξατάξιο Γυμνάσιο Α' Θηλέων. Έτσι ήταν τότε τα Γυμνάσια στην πόλη, δεν ήταν μικτά.

Λοιπόν παιδί της πόλης που δεν ήξερα τι θα πει αλέτρι και άχυρο από το οποίο έπαθα αλλεργία και πρήστηκα και ούτε θυμάμαι πως συνήρθα. Αλλά αυτό που καθόρισε πως έπρεπε πάση θυσία να περάσω τις εξετάσεις και να συνεχίσω σπουδές με τις όποιες θυσίες και ταλαιπωρίες ήταν μια άλλη περίπτωση. Κάποια μέρα με το αγρατικό κάρο που το τραβούσε ένα μεγάλο μουλάρι πήγαμε με τον κατά 6 χρόνια μεγαλύτερο αδελφό μουστο βάλτο των Γιαννιτσών να κόψουμε καρπούζια, πεπόνια και καλαμπόκια για τα ζώα από το χωράφι των 5 στρεμμάτων που είχαμε. Καλοκαίρι και ντυμένοι με λίγα ρούχα, γυρίζουμε στο χωριό μα μόλις περάσαμα το Τσέκρι (σημερινό Παραλίμνη) μας έπιασε μια μπόρα καλοκαιρινή από αυτές που το νερό πέφτει με το τουλούμι. Μούσκεμα ως το κόκκαλο και με το αεράκι να τουρτουρίζω έδωσα όρκο στον εαυτό μου πως θα περνούσα τις εξετάσεις για να μείνω στην πόλη με τον δεύτερο αδελφό μου που υπηρετούσε στην Πυροσβεστική.

Οι σημερινοί γεωργοί ή τα παιδιά τους ευτυχώς δεν ζουν τέτοιες καταστάσεις. Έχουν λειτουργικά σπίτια, αυτοκίνητα, καλή τροφή, καλή ζωή, σπουδάζουν τα παιδιά τους και μπράβο τους και έτσι πρέπει. Ας αφήσουν λοιπόν εμάς που ζούμε στις πόλεις και τίποτα δεν έχουμε σίγουρο να επιβιώνουμε και να συμβιώνουμε μαζί τους. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια και εμείς οι Έλληνες είμαστε λίγοι και δεν πρέπει ν' αδικούμε ο ένας τον άλλον.

Το Τραγούδι της Ζωής



Τραγούδησε
το τραγούδι της ζωής
με τα πάνω και τα κάτω της

Σεβάσου τη ζωή που σου δόθηκε

Γέλασε με τα απρόοπτά της
καλά και κακά

Χόρεψε το χορό που Εσύ μπορείς

Βοήθησε
τον εαυτό σου πρώτα
και τον απέναντι μετά

Ταξίδεψε μέσα στα όνειρά σου

Ονειρέψου ό,τι όμορφο θέλεις

Φαντάσου
πως η ζωή σου είναι τέλεια

και θα γίνει...

Σκέψεις ΙΙ



Θα φύγω ένα ξημέρωμα
αθόρυβα όπως έζησα
όταν ο ήλιος χρυσώνει τον ουρανό με τις ακτίνες του
και τα πουλιά τιτιβίζοντας
τον υποδέχονται με χαρά

Θ' αφήσω πίσω μου ό,τι αγάπησα,
τους ανθρώπους τους δικούς μου κι όσους δεν γνώρισα,
το σπίτι που έκτισα και έζησα τη ζωή μου όλη

Θα τα βλέπω σιγά-σιγά
να τυλίγονται σε μία ομίχλη,
ομίχλη κι εγώ φωτεινή
θ'ανέβω να συναντήσω τον Δημιουργό μου

και γνωρίζω πως με περιμένει
μ' αγγαλιά ανοιχτή
γεμάτη αγάπη.

Γιορτή Μητέρας



Κάθομαι και ρεμβάζω στο μπαλκόνι του σπιτιού μου χαζεύοντας τον δρόμο και βλέποντας τα μικρά του Δημοτικού να κρατούν ανθοδέσμες - μια μικρή μάλιστα κρατούσε στην αγγαλιά της μια γλάστρα - για να ευχηθούν 'χρόνια πολλά' στη Μάνα.

Ήταν Κυριακή και ο μεγάλος μου υιός, ο Παντελής, πέρασε να μας δει μα δεν θυμήθηκε την γιορτή. Όσο για τον Αλέξη ήξερα πως δεν θα τηλεφωνούσε επειδή θεωρεί πολλές απ'αυτές τις μέρες, γιορτές του καπιταλισμού και της κατανάλωσης. Νομίζω πως δεν έχει καθόλου άδικο.

Όμως εγώ έχω ζωηρή την ανάμνηση από το αγόρι των 8-9 χρόνων που γυρνώντας από τον Προσκοπισμό έκοψε ένα κλαδί ανθισμένης ακακίας για να μου την προσφέρει εκείνη την ημέρα. Για μένα ήταν η πιο ωραία ανθοδέσμη γιατί δεν στηρίχθηκε στα χρήματα του μπαμπά αλλά βρήκε τη λύση μόνος του.

'Οταν βλέπω ανθισμένη ακακία αυτή η εικόνα έρχεται μπρος στα μάτια μου. Να' ναι καλά ο Αλέξης για την χαρά που μου είχε δώσει.